Αφρική: οι χαμένες ψηφίδες της ελευθερίας (Γ΄μέρος)

Η εμφάνιση της γεωργίας

Με την εμφάνιση της γεωργίας ο κόσμος αλλάζει. Ο φυσικός χώρος γίνεται ένα όριο, ο άνθρωπος κοιτάζει γύρω του και βάζει περιφράξεις, ορίζει∙ η γη αποκτά σιγά-σιγά χρηστική αξία, γίνεται τόπος και τοπογραφία. Εκείνο που έβρισκε σε άγρια μορφή χωρίς δυσκολία, το σιτάρι, το κριθάρι κι άλλα δημητριακά και όσπρια, τώρα θέλει να τα τιθασεύσει. Το ίδιο θα κάνει και για τα ζώα. Δεν τα κυνηγά, τα εξημερώνει, δηλαδή τα μεγαλώνει ο ίδιος, αφού τα φυλακίσει, έχοντας σκοπό να τα βάλει να δουλεύουν γι’ αυτόν, τα εκπαιδεύει, τα χρησιμοποιεί στις μετακινήσεις και βέβαια τα τρώει. Ο κόσμος πλέον ανήκει σε κάποιους. Με αυτή που αρχαιολογικά ονομάστηκε «νεολιθική» εποχή, ξεκινάει η γεωργία και η κτηνοτροφία.

Πολλοί θέλησαν να την ερμηνεύσουν και να φανερώσουν τα αίτια που την προκάλεσαν και μάλιστα ονόμασαν την φάση αυτή «νεολιθική επανάσταση». Έφερε, πράγματι, μια μεγάλη αλλαγή, την απαρχή του πολιτισμού. Άλλοι την απέδωσαν στο φυσικό περιβάλλον, με την έννοια ότι σε κάποιες περιπτώσεις ήταν κατάλληλο για καλλιέργεια, δίνοντας το κίνητρο για την αλλαγή. Σίγουρα, αυτή ήταν σταδιακή και σε κάποιες περιοχές πήρε πολλά χρόνια, ίσως προέκυψε και με τυχαίο τρόπο ή με την παρατήρηση του κύκλου της ζωής. Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν ότι η εμφάνιση της γεωργίας ακολούθησε τη συνειδητοποίηση του ανθρώπου ότι μπορεί να ελέγξει τη γη, αφού πρώτα εμφάνισε τη θρησκεία ορισμένων θεοτήτων.

Το κλίμα της περιοχής της Σαχάρας άρχισε να μεταβάλλεται γύρω στην 10η χιλιετία, δημιουργώντας βοσκοτόπια και ποτάμια. Έτσι, μεγάλες εκτάσεις γης έγιναν εύφορες. Οι Ατέριοι, λαοί του βορρά, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα εκεί, ενώ λαοί της κεντροδυτικής Αφρικής να ανεβαίνουν προς τη Σαχάρα. Έτσι, συγκεντρώθηκαν διαφορετικοί πληθυσμοί, που αντήλλασσαν ιδέες και αγαθά, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν τα εργαλεία κι οι τεχνικές τους κι η Σαχάρα να γίνει κοιτίδα των αλλαγών. Οι μεταβολές αυτές επηρέασαν και τη νοοτροπία των ανθρώπων, που οδηγήθηκαν στους δρόμους του πολιτισμού. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βέβαια χωρίς καμία οριστική απάντηση. Πολλοί προφανώς κι όχι ένας ήταν οι λόγοι που ο κόσμος άλλαξε.

Στην Αφρική, γύρω στο 16.000 Π.χ., από τους λόφους της Ερυθράς θάλασσας μέχρι τα βορειότερα υψίπεδα της Αιθιοπίας, άρχισαν να συλλέγονται για φαγητό ξηροί καρποί, χόρτα και βολβοί. Μεταξύ 13.000 και 11.000 Π.χ., συλλέγονταν άγριοι σπόροι, μια συνήθεια που εξαπλώθηκε στη δυτική Ασία, όπου αυτοί του κριθαριού και του σιταριού τίθενται σε διαδικασία καλλιέργειας. Μεταξύ 10.000 και 8000 Π.χ., στη βορειοανατολική Αφρική καλλιεργούν σιτάρι και κριθάρι και αυξάνεται ο αριθμός των προβάτων και των βοοειδών με προέλευση τη νοτιοδυτική Ασία. Μια υγρή κλιματολογική φάση στην Αφρική μετέτρεψε τα υψίπεδα της Αιθιοπίας σε ένα ορεινό δάσος. Ομάδες που μιλούσαν μία κοινή γλώσσα, όπως οι ομοτικοί ομιλητές[1] και οι κουσιτικοί (Cushitic)[2], όπως και στις στέπες και τις σαβάνες της Σαχάρας και του Σαχέλ, οι ομιλητές της γλωσσικής ομάδας της Σαχάρας της περιοχής του Νείλου εξημέρωσαν τοπικές ποικιλίες φυτών και ζώων μεταξύ 8.000 και 3.000 Π.χ.

Αργότερα, διέθεταν και οικόσιτα ζώα. Οι άνθρωποι άρχιζαν πλέον να τα παγιδεύουν σε άγρια κατάσταση και να τα κρατούν φυλακισμένα σε κυκλικούς αγκαθωτούς φράχτες. Ξεκίνησαν ακόμη την παραγωγή πήλινων αγγείων σε πιο «μαζικό» ρυθμό, με την έννοια ότι έφτιαχναν μεγαλύτερες ποσότητες και τυποποιούσαν σταδιακά τη μορφή τους. Το ψάρεμα με την χρήση οστών για τη μύτη των καμακιών, που υπήρχε και πριν, έγινε μια σημαντική δραστηριότητα στα πολυάριθμα ρέματα και τις λίμνες που σχηματίζονταν με τις αυξημένες βροχές.

Στη Δυτική Αφρική, η υγρή φάση έφερε την επέκταση του τροπικού δάσους και της δασικής σαβάνας από τα όρια της σημερινής Σενεγάλης ως αυτά του Καμερούν. Μεταξύ 9000 και 5000 Π.χ., οι ομιλητές των γλωσσικών ομάδων του Νίγηρα και του Κονγκό παρήγαν τις δικές τους τοπικές παραλλαγές φυτών, μεταξύ των οποίων και η κόλα (η καφεΐνη του φυτού αυτού χρησιμοποιήθηκε και έδωσε το όνομα στα αναψυκτικά τύπου κόλα). Καθώς τα περισσότερα από τα φυτά αναπτύχθηκαν στο δάσος, εφηύραν τσεκούρια (πελέκεις) με λιασμένη πέτρα για την εκκαθάριση των δασών. Για πρώτη φορά, στη λεγόμενη νεολιθική εποχή, όχι μόνο στην Αφρική αλλά και στην Ασία και την Ευρώπη, έφερε και την αποψίλωση μεγάλων δασικών εκτάσεων, την πρώτη δηλαδή καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον.

Τα περισσότερα μέρη της νοτίου Αφρικής, ωστόσο, κατοικούνταν από φυλές πυγμαίων και Khoe-San, που ασχολούνταν με το κυνήγι και την τροφοσυλλογή και δημιούργησαν μερικά απ’ τα παλαιότερα είδη έργων τέχνης από πέτρα. Οι φυλές αυτές έμειναν για καιρό στην νομαδική φάση, ακόμη κι όταν η υπόλοιπη Αφρική πέρασε στον πολιτισμό.

Ακριβώς πριν από την ερημοποίηση της Σαχάρα, οι κοινότητες που αναπτύχθηκαν νότια της Αιγύπτου, στο μέρος που σήμερα είναι το Σουδάν, συμμετείχαν πλήρως στη «νεολιθική εποχή» και έζησαν σε έναν ημι-νομαδικό τρόπο ζωής, με οικόσιτα φυτά και ζώα. Έχει προταθεί ότι τα μεγαλιθικά μνημεία, που βρέθηκαν στο Nabta Playa είναι δείγματα της πρώτης γνωστής αρχαίας αστρονομικής συσκευής στον κόσμο, προγενέστερης του Stonehenge κατά 1.000 χρόνια. Η κοινωνική και πολιτισμική πολυπλοκότητα που παρατηρείται στο Nebta Playa και εκφράζεται από διαφορετικά επίπεδα εξουσίας μέσα στην κοινωνία έχει γίνει η υπόθεση ότι αποτελεί τη βάση για τη δομή τόσο της νεολιθικής κοινωνίας του Nabta, όσο και του Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου. Η κουλτούρα των Naqada, νότια της Αιγύπτου, ήταν παρόμοια πολιτιστικά και εθνοτικά με αφρικανούς της υποσαχάριας Αφρικής, όπως οι κουλτούρες βόρεια της Αιγύπτου είχαν εκτενείς δεσμούς και συνδέσεις με την Ανατολική Μεσόγειο (Levant). Η ένωση αυτών των κουλτουρών θα πρέπει να ξεκίνησε αργότερα, κατά τη δυναστική περίοδο της αρχαίας Αιγύπτου.

Γύρω στο 5.000 Π.χ. η Αφρική πέρασε σε μια ξηρή φάση και το κλίμα της περιοχής της Σαχάρα σταδιακά γινόταν όλο και ξηρότερο. Ο πληθυσμός ξεκίνησε ένα οδοιπορικό από την περιοχή της Σαχάρα προς όλες τις κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής κατά μήκος της κοιλάδας του Νείλου, κάτω από τον δεύτερο καταρράκτη, όπου έκαναν μόνιμους ή ημί-μόνιμους οικισμούς. Μια σημαντική κλιματική κρίση μείωσε τις ισχυρές βροχοπτώσεις στην κεντρική και ανατολική Αφρική. Από τότε, επικράτησαν οι ξηρές συνθήκες στ’ ανατολικά τμήματα της ηπείρου.

Αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών ήταν πως οι μικρότερες ομάδες συνενώθηκαν σε μεγαλύτερες. Ακόμη, δεν μπορούμε να μιλάμε για πόλεις, αλλά για ευρύτερες κοινότητες –ουσιαστικά κοινωνίες–, που ενώνουν τις δυνάμεις τους, για να μοιραστούν τη δουλειά. Πλέον η απόκτηση τροφής απαιτεί κόπο και μάλιστα τώρα γεννιούνται οι πρώτες εξειδικεύσεις. Οι ρόλοι μοιράζονται και προκύπτουν τα αποθέματα τροφής. Στην εποχή του κυνηγιού δεν χρειαζόταν να αποθηκεύουν κρέας για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού εύρισκαν τροφή, όποτε επρόκειτο να την χρειαστούν. Τώρα, όμως, περισσεύει, άρα συγκεντρώνεται για το μέλλον, σαν ένα είδος κεφαλαίου και δύναμης. Επομένως, προκύπτει η ανάγκη διαχείρισής της και προφανώς και η πρώτη εξουσία που θα αναλάβει αυτή τη δουλειά. Κάποιοι συγκεντρώνουν περισσότερα και κάποιοι λιγότερα. Οπότε, η ανισότητα είναι αναπόφευκτη μαζί με την ιδιοκτησία. Νιώθουν την επίπλαστη ανάγκη να υπερασπιστούν την κατοχή γης και αποθεμάτων, να κάνουν πολέμους γι’ αυτά. Αναζητούν τρόπους να ισχυροποιηθούν εις βάρος των άλλων. Δε θ’ αργήσουν να αναζητήσουν τα όπλα, που θα τους δώσουν εξουσία και θα τους βοηθήσουν να επιβληθούν στους συνανθρώπους τους. Τα μέταλλα και η επεξεργασία τους θα τους δώσουν την απάντηση που ζητούσαν και θα εγκαινιάσουν μια νέα εποχή.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Σχετικά βιβλία:
Basil Davidson, Ιστορία της Αφρικής
Christopher Ehret, The civilizations of Africa: a history to 1800

————————————————-

[1] Omotic languages: οι ομοτικές γλώσσες είναι ένας κλάδος της αφροασιατικής οικογένειας, που μιλήθηκαν στην νοτιοδυτική Αιθιοπία. Για την αποδώσουν γραπτώς χρησιμοποιούν το αλφάβητο Ge’ez ή και το λατινικό. Συγκεντρώνει διαφορετικά στοιχεία και έχει σύνθετα τονικά συστήματα.

[2] Cushitic languages: είναι ένας κλάδος της αφρο-ασιατικής γλωσσικής οικογένειας, που ομιλείται κυρίως στο Κέρας της Αφρικής (Σομαλία, Ερυθραία, Τζιμπουτί και Αιθιοπία), καθώς και στην κοιλάδα του Νείλου (Σουδάν και Αίγυπτος) και σε μέρη των μεγάλων αφρικανικών λιμνών (Τανζανία και Κένυα). Ο κλάδος πήρε το όνομά του από τον βιβλικό ήρωα Cush, που έχει αναγνωριστεί παραδοσιακά ως ο πρόγονος των ομιλούντων αυτές τις συγκεκριμένες γλώσσες που χρονολογείται στα 947 Ν.χ. (την εποχή των λεγόμενων Χρυσών Λιβαδιών στην Αραβική Ιστορία).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *