Σοβιετική Ομοφοβία
15 Sep 2004 του Δρ. Igor Kon
Οι σοβιετικές και μετα-σοβιετικές πολιτικές σχετικά με την ομοφυλοφιλία, μπορούν να διαιρεθούν σε πέντε βασικές περιόδους: 1917-1933: αποποινικοποίηση της ομοφυλοφυλίας, σχετική ανοχή, η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίζεται επίσημα σαν ασθένεια 1934-1986: η ομοφυλοφυλία ξαναποινικοποιείται και αντιμετωπίζεται με διώξεις, διακρίσεις και σιωπή. 1987-1990: πρώτες δημόσιες συζητήσεις για τη θέση της ομοφυλοφυλίας από επιστημονική και ανθρωπιστική άποψη με τη συμμετοχή επιστημόνων και δημοσιογράφων. 1990 – Μαϊος του 1993: οι γκέι και οι λεσβίες παίρνουν το θέμα στα χέρια τους βάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πρώτη γραμμή. Η σύγκρουση επιδεινώνεται και το ζήτημα πολιτικοποιείται έντονα. Ιούνιος 1993: Αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Το ομοφυλοφιλικό underground μετασχηματίζεται σε μια ομοφυλοφιλική και λεσβιακή κουλτούρα, με οργανώσεις, έντυπα, και κέντρα υποστήριξης. Οι κοινωνικές διακρίσεις και η δυσφήμιση του ομοφυλοφιλικού έρωτα και των σχέσεων μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, συνεχίζονται. Η πρωτοβουλία για την κατάργηση της αντι-ομοφυλοφιλικής νομοθεσίας, μετά από την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, είχε προέλθει, όχι από τους Μπολσεβίκους αλλά από τους Cadets (Συνταγματικοί Δημοκράτες) και τους αναρχικούς (Karlinsky, 1989). Εντούτοις, μόλις καταργήθηκε ο παλιός ποινικός κώδικας – μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση -, οι αντι-ομοφυλοφιλικές διατάξεις έπαψαν να ισχύουν. Ο ρωσικοί ομοσπονδιακοί ποινικοί κώδικες του 1922 και του 1926 δεν ανέφεραν καν την ομοφυλοφυλία, αν και αντίστοιχοι νόμοι παρέμειναν σε ισχύ όπου η ομοφυλοφυλία ήταν πιό διαδεδομένη – στις ισλαμικές δημοκρατίες του Αζερμπαϊτζάν, του Τουρκμενιστάν, και του Ουζμπεκιστάν, καθώς επίσης και στη χριστιανική Γεωργία. Οι σοβιετικοί γιατροί και νομικοί ήταν πολύ υπερήφανοι για την προοδευτική φύση της νομοθεσίας τους, Το 1930, ο Sereisky, ειδικός σε ιατρικά θέματα, έγραψε στη μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια: “Η σοβιετική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει τα αποκαλούμενα εγκλήματα ενάντια στην ηθική. Οι νόμοι μας διέπονται από την αρχή της προστασίας της κοινωνίας και επομένως επιτρέπουν την τιμωρία μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που νεαροί ή ανήλικοι είναι τα αντικείμενα ομοφυλοφιλικού ενδιαφέροντος ” Σελ. 593. Η σημαντικότερη συλλογή εγγράφων και κειμένων σχετικά με την ομοφυλοφυλία στην ΕΣΣΔ είναι του Kozlovsky (1986). Οπως σωστά αναφέρει ο Engelstein (1995), η επίσημη αποποινικοποίηση του “σοδομισμού” δεν σήμαινε ότι οι διώξεις είχαν τελειώσει. Η απουσία νομικών ρυθμίσεων ενάντια στην πρωκτική επαφή ή το λεσβιασμό δεν σταμάτησε τις διώξεις κατά της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς υπό τη μορφή της διαταραχής. Αφότου δημοσιεύθηκε ο ποινικός κώδικας του 1922 υπήρξαν σε εκείνο το ίδιο έτος τουλάχιστον δύο γνωστές δίκες για ομοφυλοφιλικές πρακτικές. Ο διαπρεπής ψυχίατρος Vladimir Bekhterev πιστοποίησε ότι η “δημόσια επίδειξη τέτοιων τάσεων… είναι κοινωνικά επιβλαβής και δεν μπορεί να επιτραπεί” (Engelstein, 1995, σελ. 167). Η επίσημη θέση της σοβιετικής ιατρικής και του νόμου στη δεκαετία του ’20, όπως απεικονίζεται από το άρθρο του Sereisky στην εγκυκλοπαίδεια, ήταν ότι η ομοφυλοφυλία είναι μια ασθένεια με δύσκολη, ίσως ακόμα και αδύνατη, θεραπεία. Έτσι “παρότι αναγνωρίζουμε το σφάλμα στην ανάπτυξη του ομοφυλόφιλου… η κοινωνία μας συνδυάζει τα προληπτικά και άλλα θεραπευτικά μέτρα με όλες τις απαραίτητες συνθήκες ώστε οι εσωτερικές συγκρούσεις που στενοχωρούν τους ομοφυλοφίλους να είναι όσο το δυνατόν πιό ανώδυνες και να αντιμετωπιστεί η αποξένωσή τους από την κοινωνία.” (Sereisky, 1930, σελ. 593). Αν και, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, μερικοί ομοφυλόφιλοι διανοούμενοι διαδραμάτιζαν ακόμα σημαντικό ρόλο στο σοβιετικό πολιτισμό, η ευκαιρία για μια ανοικτή, φιλοσοφική, και καλλιτεχνική συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό, το οποίο είχε ανοίξει στις αρχές του αιώνα, απομακρυνόταν βαθμηδόν. Με το διάταγμα της 17ης Δεκεμβρίου 1933, και με το νόμο της 7ης Μαρτίου 1934, η ομοφυλοφιλία (muzhelozhstvo) έγινε πάλι ποινικό αδίκημα. Οι ακριβείς λόγοι για αυτήν την απότομη αλλαγή είναι ακόμα άγνωστοι, αλλά ήταν σαφώς μέρος του “σεξουαλικού Thermidor” και μιας γενικής κατασταλτικής τάσης. Ποινικά άρθρα παρεμβλήθηκαν στους κώδικες όλων των Σοβιετικών Δημοκρατιών. Σύμφωνα με το άρθρο 121 του ρωσικού ομοσπονδιακού ποινικού κώδικα, η ομοφυλοφιλία τιμωρείτο με φυλάκιση μέχρι 5 ετών ενώ, σύμφωνα με το 121.2, σε περιπτώσεις άσκησης βίας ή απειλής βίας, ή σε εκμετάλευση σχέσης εξάρτησης ή σε αποπλάνηση ανηλίκου η φυλάκιση έφτανε τα 8 χρόνια. Τον Ιανουάριο του 1936, ο Nikolai Krylenko, Κομισσάριος του Λαού για τη Δικαιοσύνη, δήλωσε ότι η ομοφυλοφυλία ήταν ένα προϊόν της παρακμής των ταξικών εκμεταλλευτών, και ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω σε υγιείς αρχές, δεν υπάρχει καμία θέση για τέτοιους ανθρώπους (Kozlovsky, 1986). Η ομοφυλοφυλία συνδέθηκε έτσι με την αντεπανάσταση. Αργότερα, οι σοβιετικές ιατρικές αρχές και οι νομικοί περιέγραψαν την ομοφυλοφυλία ως εκδήλωση της “ηθικής παρακμής της αστικής τάξης” επαναλαμβάνοντας κατά λέξη τα επιχειρήματα των Γερμανών ναζιστών. Χαρακτηριστικό αυτής της θέσης ήταν ένα ανώνυμο άρθρο σχετικά με το gomoseksualizm (ομοσεξουαλισμό) στη μεγάλη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια το 1952. Αναφορές στις πιθανές βιολογικές αιτίες της ομοφυλοφυλίας, οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί έως τότε για ανθρωπιστικούς λόγους όπως η αποποινικοποίηση, τώρα πια απορρίπτονταν: Η αιτία της ομοφυλοφιλίας συνδέεται με τις κοινωνικές συνθήκες. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ενδίδουν στην ομοφυλοφιλία, αυτή η διαστροφή παύει μόλις βρεθούν σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον… Στη σοβιετική κοινωνία με την υγιή ηθική της, η ομοφυλοφιλία, ως σεξουαλική διαστροφή θεωρείται επαίσχυντη και εγκληματική. Η σοβιετική ποινική νομοθεσία την τιμωρεί, με εξαίρεση εκείνες τις περιπτώσεις όπου η ομοφυλοφιλία είναι μια εκδήλωση διαγνωσμένης ψυχικής διαταραχής. (Gomoseksualizm, 1952, σελ. 35) Ο ακριβής αριθμός προσώπων που διώχθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 121 είναι άγνωστος (οι πρώτες επίσημες πληροφορίες δημοσιεύθηκαν μόλις το 1988), αλλά θεωρούνται περίπου 1000 ετησίως. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός ατόμων που καταδικάστηκαν με το άρθρο 121 μειώθηκε σταθερά μέσα στη δεκαετία του ’80. Το 1987 καταδικάστηκαν 831 άτομα σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση ενώ μόνο στη Ρωσία καταδικάστηκαν το 1989, 539 το 1990, 497 το 1991, 462 και για τους πρώτους 6 μήνες του 1992, 227 άτομα (Gessen, 1994). Σύμφωνα με τους Ρώσους νομικούς, ολες οι καταδίκες – εκτός από 10 – ήταν με βάση το 121.2 Το 80% των περιπτώσεων αφορούσαν αποπλάνηση ανηλίκων μέχρι 18 ετών (Ignatov, 1974). Σε μια ανάλυση 130 καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ 1985 και 1992, διαπιστώθηκε ότι 74% των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν με το 121.2, εκ των οποίων 20% ήταν για βιασμό με φυσική βία, 8% με απειλή βίας, 52% για αποπλάνηση ανηλίκου και 2% και 18%, αντίστοιχα, για την εκμετάλλευση της εξαρτώμενης ή τρωτής θέσης των θυμάτων (Dyachenko, 1995). Αυτές οι στατιστικές πρέπει να αντιμετωπισθούν με σκεπτικισμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές από αυτές τις κατηγορίες έχουν πιθανότατα κατασκευαστεί ή πλαστογραφήθηκαν και ότι πολλές ομολογίες των κατηγορούμενων και των μαρτύρων αποσπάστηκαν με ξυλοδαρμούς. Το άρθρο 121 δεν στόχευε μόνο στους ομοφυλοφίλους. Οι αρχές το εκμεταλλεύτηκαν συχνά για την αντιμετώπιση των αποστατών και για την αύξηση των στρατοπέδων εργασίας. Μερικές φορές η KGB συμμετείχε ανοιχτά στις διώξεις, όπως, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση του γνωστού LEV Klein, αρχαιολόγου του Λένινγκραντ: Η δίκη του στήθηκε από την αρχή ως το τέλος από την τοπική KGB με κατάφωρες παραβιάσεις όλων των δικονομικών κανόνων (Samoilov, 1993). Ο σκοπός τέτοιων ενεργειών ήταν να τρομοκρατηθεί η ιντελιγκέντσια. Η εφαρμογή του νόμου ήταν επιλεκτική. Εάν οι διαπρεπείς διαννοούμενοι πρόσεχαν να μην ενοχλούν τις αρχές, αυτές έκαναν τα στραβά μάτια σχετικά με τις ομοφυλοφιλικές τάσεις τους, αλλά αρκούσε να θεωρηθούν αποκρουστικοί από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ώστε να εφαρμοστεί τελικά ο νόμος. Αυτό ήταν το σενάριο που κατέστρεψε τη ζωή του μεγάλου Αρμένη σκηνοθέτη Sergei Paradzhanov ενώ, με τον ίδιο τρόπο, ο Zinovy Korogodsky, διευθυντής του θεάτρου Yuny Zritel του Λένινγκραντ, δικάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αφού πρώτα απολύθηκε και του αφαιρέθηκαν όλοι οι τιμητικοί τίτλοι. Τα παραδείγματα αυτού του είδους είναι αμέτρητα. Η αντι-ομοφυλοφιλική εκστρατεία στον Τύπο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ήταν βραχύβια. Από τα μέσα της δεκαετίας εφαρμόστηκε παντελής σιωπή σχετικά με το θέμα αυτό. Η ομοφυλοφιλία είχε γίνει κυριολεκτικά ακατονόμαστη. Η συνωμοσία της σιωπής αγκάλιασε ακόμη και ακαδημαϊκά θέματα όπως οι φαλλικές λατρείες και η αρχαίο-ελληνική παιδοφιλία. Αυτή η θλιβερή σιωπή ενέτεινε περαιτέρω την τραγωδία των ομοφυλοφίλων στη Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι όχι μόνο ζούσαν με το φόβο των διώξεων και των εκβιασμών, αλλά ούτε μπορούσαν – υπ’ αυτές τις συνθήκες – να αναπτύξουν αυτο-συνείδηση και να συμβιβαστούν με την ομοφυλοφιλική τους ταυτότητα. Εκτός από τις νομικές διώξεις, οι αμέτρητες παράνομες διακρίσεις και οι παρενοχλήσεις όλων των ειδών στόχευαν όχι μόνο τους ομοφυλοφίλους, άνδρες αλλά και τις λεσβίες εξίσου. Οι λεσβιακές σχέσεις δεν ενέπεσαν στη ρουμπρίκα του ποινικού κώδικα, και οι στενές σχέσεις μεταξύ των γυναικών είναι λιγότερο ορατές και λιγότερο εκτεθειμένες στην παρενόχληση. Ομως οι δημόσιες τοποθετήσεις για τις λεσβίες ήταν εξίσου άκαμπτες με εκείνες για τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Οι λεσβίες υπέστησαν εμπαιγμούς, διώξεις, αποβολές από τα πανεπιστήμια, απολύσεις από την εργασία και απειλές ώστε να τους αφαιρεθεί η επιμέλεια των παιδιών τους. Ένα χαρακτηριστικό σενάριο, που εξιστορείται από περισσότερες από 12 νέες λεσβίες Ρωσίδες ηλικίας 15-19 ετών οι οποίες συμμετείχαν σε έρευνα του Masha Gessen (1994) από το 1991 ως το 1993, περιλαμβάνει έναν γονέα ή άλλο φύλακα (όπως ένα δάσκαλο σε ένα τοπικό σχολείο) που ανακαλύπτει μια λεσβιακή σχέση και που κλείνει σε κλινική τη μια ή και τις δύο πολύ νέες – συνήθως – γυναίκες. Μια διάγνωση και μια σχετικά συνοπτική εισαγωγή σε νοσοκομείο – δύο έως τρεις μήνες – ακολουθούμενη από αναγκαστική θεραπεία με ψυχο-φάρμακα. Μετά από την απελευθέρωσή της από το ψυχιατρικό νοσοκομείο, η “ασθενής” έπρεπε να επισκέπτεται κάποια τοπική ψυχιατρική κλινική, (Σ. 17-18) Η σοβιετική σωφρονιστική ψυχιατρική ήταν ένα από τα κύρια όπλα και της νόμιμης και της παράνομης καταστολής. Ψυχίατροι ανίδεοι περί τη σεξολογία, ήταν πάντα έτοιμοι να βρούν κάποια σοβαρή διάγνωση που θα επέτρεπε ώστε τα πρόσωπα που στιγματίστηκαν μ’ αυτό τον τρόπο να τεθούν κάτω από ισόβια ιατρική και αστυνομική παρακολούθηση ή να τεθούν υπό κράτηση σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο υπό συνθήκες συχνά πολύ χειρότερες κι από τη φυλακή. Ακόμα και μετά από την εμφάνιση – στα τέλη της δεκαετίας του ’70 – της πιο ανεκτικής “σεξοπαθολογίας” (ρωσικός όρος για την ιατρική σεξολογία που θεωρεί ότι όλα τα σεξουαλικά προβλήματα είναι παθολογικά), η ιατρική πρόσφερε πολύ λίγη βοήθεια. Σε όλα τα σοβιετικά βιβλία της σεξοπαθολογίας, η ομοφυλοφιλία περιγράφηκε ως “ολέθρια σεξουαλική διαστροφή”, μια ασθένεια που πρέπει να θεραπευθεί (Vasilchenko, 1977,1983). Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια αντι-ομοφυλοφιλική εκστρατεία προωθήθηκε στις εκπαιδευτικές εκδόσεις. Στο πρώτο, και ως τώρα μοναδικό, εγχειρίδιο των εκπαιδευτών σχετικά με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, (ένα εκατομμύριο αντίγραφα διατέθηκαν αμέσως), η ομοφυλοφιλία ορίζεται ως μια επικίνδυνη παθολογική κατάσταση και χαρακτηρίζεται “παραβίαση των κανονικών αρχών των σεξουαλικών σχέσεων … Η ομοφυλοφιλία προκαλεί και τις κανονικές σχέσεις ετεροφυλόφιλων και τα πολιτιστικά και ηθικά επιτεύγματα της κοινωνίας. Επομένως αξίζει την καταδίκη και ως κοινωνικό φαινόμενο και ως συγκεκριμένη συμπεριφορά προσώπων και ως διανοητική τοποθέτηση ” (Khripkova & Kolesov, 1982, Σ. 96-100). Κατά συνέπεια, οι δάσκαλοι καθώς επίσης και η αστυνομία και οι γιατροί προειδοποιούνταν σχετικά με τις επιβλαβείς επιπτώσεις της ομοφυλοφιλίας. Μέχρι σήμερα, οι Ρώσοι σεξοπαθολόγοι και ψυχίατροι, ακόμη και εκείνοι που υποστήριξαν την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφυλίας, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, τη θεωρούν ασθένεια και αναπαράγουν στα κείμενά τους τις γελοιότητες και τα αρνητικά στερεότυπα που επικρατούν στη συνείδηση της μάζας. Το πιό πρόσφατο ιατρικό εγχειρίδιο στη σεξοπαθολογία, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1990, ορίζει την ομοφυλοφυλία ως “παθολογική τάση” και δηλώνει ότι, εκτός από τις βιολογικές αιτίες, “ένας ισχυρός παθογόνος παράγοντας ο οποίος ενθαρρύνει το σχηματισμό της ομοφυλοφιλικής έλξης μπορεί να είναι η εμφύσηση από τους γονείς και τους δασκάλους μιας εχθρικής στάσης απέναντι στο αντίθετο φύλο “(Vasilchenko, 1990, σελ. 429-430). Σε μια διδακτορική διατριβή στην ψυχιατρική το 1994, η οποία προετοιμάστηκε κάτω από την καθοδήγηση του καθηγητή A. Tkachenko, όχι μόνο περιγράφεται η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ως “ανώμαλη” αλλά ο συντάκτης της διατριβής διέγνωσε στα περισσότερα από τα 117 ομοφυλόφιλα άτομα που μελέτησε, “ψυχικό, ψυχο-φυσικό και δυσαρμονικό παιδισμό”, “ενδείξεις οργανικών ατελειών του κεντρικού νευρικού συστήματος” και “υπερτίμηση της σεξουαλικής σφαίρας” (Vvedensky, 1994, σελ. 8). Η επιδημία του AIDS κατέστησε τη θέση των ομοφυλόφιλων ακόμα χειρότερη. Επειδή τα συμπτώματα του ιού εμφανίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρώτη προσέγγιση του σοβιετικού Τύπου ήταν η ακόλουθη: μια νέα και άγνωστη ασθένεια έχει εμφανιστεί στις ΗΠΑ. Τα θύματά της είναι ομοφυλόφιλοι, τοξικομανείς, και Πορτορικανοί. Αναθρεμένοι με το πνεύμα του διεθνισμού, οι Σοβιετικοί πολίτες μπερδεύτηκαν με την αναφορά στους Πορτορικανούς. Θα μπορούσαν εύκολα να καταλάβουν το Θεό που τιμωρεί τους ομοφυλοφίλους και τους τοξικομανείς για τις αμαρτίες τους, αλλά γιατί τους Πορτορικανούς; Ο Θεός δεν ήταν σίγουρα ρατσιστής! Το 1986 ο καθηγητής Nikolai Burgasov, έπειτα Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας και Διευθυντής Υγιεινής της ΕΣΣΔ, ανήγγειλε δημόσια: “Δεν υπάρχουν στη χώρα μας συνθήκες που να συμβάλλουν στην εξάπλωση της ασθένειας. Η ομοφυλοφυλία διώκεται από το νόμο ως σοβαρή σεξουαλική διαστροφή (ρωσικός ποινικός κώδικας, άρθρο 121) και προειδοποιούμε συνεχώς τους ανθρώπους για τους κινδύνους της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών “(Burgasov, 1986, σελ. 15). Όταν το AIDS εμφανίστηκε τελικά στη Σοβιετική Ένωση, οι επικεφαλής του κρατικού επιδημιολογικού προγράμματος, ο Πρόεδρος της Σοβιετικής (τώρα Ρωσικής) Ακαδημίας των Ιατρικών Επιστημών, καθηγητής Valentin I. Pokrovsky, και ο γιος του, ο Δρ Vadim V. Pokrovsky, κατηγόρησαν για άλλη μια φορά τους ομοφυλοφίλους, ως φορείς του HIV και του κάθε είδους βίτσιου. Τέτοιες ήταν οι ειλικρινείς πεποιθήσεις τους, δεδομένου ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα των Σοβιετικών Ιατρικών Ιδρυμάτων δεν είχαν συζητήσει ποτέ την ομοφυλοφυλία. Ούτε καν το φιλελεύθερο περιοδικό Ogonyok, δεν κατάφερε να κρύψει την αποστροφή και την καταδίκη του στο πρώτο δημοσιευμένο προφίλ ενός θύματος του AIDS, που ήταν ένας ομοφυλόφιλος μηχανικός ο οποίος μολύνθηκε από τον ιό στην Αφρική. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο αργότερα, ο Alexander Potapov, μετέπειτα Υπουργός της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και καθηγητής της Ψυχιατρικής, σε συνέντευξη στη Gazeta Literaturnaya κι ενώ απαντούσε σε ερωτήσεις για τοξικομανείς, τους σύνδεσε για κάποιο λόγο με τους ομοφυλοφίλους και πρόσθεσε, “οι συνάδελφοί μου στο Παρίσι μου είπαν για ένα εξοργισμένο πλήθος που σκότωσε δύο ομοφυλοφίλους σε ένα πάρκο του Παρισιού μπροστά στην αστυνομία”. Αυτός ο εκπρόσωπος του πιό ανθρωπιστικού επαγγέλματος δεν έδωσε κανένα περαιτέρω σχόλιο για το γεγονός, και συνέχισε συζητώντας τα μέτρα που έλαβαν οι αρχές στο Βέλγιο για να περιορίσουν την πορνογραφία. Κατέληξε, δε, με τη φράση, “βλέπετε πώς η ζωή σε αναγκάζει να δράσεις”. Κανένας δεν σχολίασε τις τερατολογίες που ξεστόμισε.. Τελικά η glasnost, σε συνδυασμό με την απειλή του AIDS, έδωσαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα για πιο ειλικρινείς συζητήσεις σχετικά με το σεξουαλικό προσανατολισμό, πρώτα σε επιστημονικά και έπειτα σε πιό λαϊκά συγγράμματα – είτε άρεσε αυτό στις αρχές είτε όχι.