Να σκοτώσεις μέσα στην Βουλή της Νότιας Αφρικής με τέσσερις μαχαιριές τον πρωθυπουργό – οραματιστή του απαρτχάιντ Εντρικ Φερβούρτ και, όταν πεθάνεις, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, να μη βάλουν στον τάφο σου ούτε καν μια πλάκα με τ’ όνομά σου, μόνο μία πέτρα ανάμεσα σε δύο «κανονικούς» τάφους για να δηλώνει ότι κι εκεί υπάρχει θαμμένος κάποιος, υπερβαίνει και τον σουρεαλισμό, και την έννοια της αχαριστίας.
Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία, ασπρομάλλης πια ο Δημήτρης Τσαφέντας, αυτός είναι ο μετέπειτα νεκρός κάτω απ’ την πέτρα, φοράει τη ριγέ ρόμπα των τροφίμων στα ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, φοράει καμπόικο πράσινο καπέλο, κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι ροδομάγουλος και καλοξυρισμένος, μιλάει άνετα, δείχνει χαρούμενος και με αυτοπεποίθηση και λέει έχοντας σταυρωμένα τα χέρια: «(Ο Φερβούρτ) ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος και αποφάσισα να τον μαχαιρώσω. Και τον σκότωσα». Στα τελευταία λόγια ξεσταυρώνει τα χέρια και αναπαριστά τη μαχαιριά που έδωσε στο στήθος του Φερβούρτ, που καθόταν στην πρωθυπουργική καρέκλα.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 από τον Κρητικό Μιχάλη Τσαφαντάκη και την ντόπια Αμίλια Βίλιανς. Γενιέται έξω από το Λορέτζο Μάρκες την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης. Ο πατέρας του δουλεύει σαν επιστάτης σε κτήματα και η μάνα του είναι, όπως όλοι οι μαύροι, εργάτρια σε αυτά. Τελευταία έμαθα πως τα κτήματα τα είχε κάποιος έλληνας Στρουθίδης. Με το που γεννιέται, η μάνα το παρατάει , υπάρχει και μια πληροφορία πως πέθανε στην γέννα μα δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Ο πατέρας Μιχάλης δεν είναι ακόμη παντρεμένος βλέπει το μωρό (δεν είναι μαύρο) και αποφασίζει να το αναγνωρίσει. Πολλοί έλληνες και ξένοι είχαν παιδιά μα δεν τα αναγνώριζαν τα παράταγαν και έτσι παρήγαγαν δούλους. Το στέλνει και μεγαλώνει με τη γιαγιά του, Κατερίνα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί παίρνει ελληνική παιδεία, γίνεται με λίγα λόγια ελληνόπουλο, τραγουδά τον Ερωτόκριτο και λατρεύει την γιαγιά του. Η μοναδική φωτογραφία που έχουμε τον Τσαφέντα παιδί είναι από την Αλεξάνδρεια.
Από τα οκτώ του χρόνια επιστρέφει στον πατέρα του, καθώς η γιαγιά έχει γεράσει και δεν μπορεί πια να τον φροντίζει. Ο πατέρας του έχει παντρευτεί ελληνίδα, τη Μαρίκα, και έχουν μετακομίσει στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής (είναι δίπλα Μοζαμβίκη και Ν. Αφρική). Εκεί αρχίζουν τα προβλήματα: δεν τον θέλουν στο σπίτι. Μάλιστα στα 12 του λένε πως η Μαρίκα δεν είναι η μάνα του. Το παιδί αυτό αναζητώντας φροντίδα, προσοχή και αγάπη γίνεται περίεργο, δύστροπο και κακό (με αυτούς τους χαρακτηρισμούς μου μιλά η μικρότερη αδελφή του Ελένη Τσαφαντάκη).
Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί το κ.κ. είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν. Όλοι οι άλλοι π.χ. το νοτιοαφρικανικο κονγκρέσο που κυβερνά σήμερα (Μαντέλα) δεν αναγνώριζαν τους κολοράτους.
Στην ενηλικίωση ξεκινά -ως ναυτεργάτης- τα ταξίδια του, που θα κρατήσουν 20 ολόκληρα χρόνια. Ταξίδια που έγιναν μύθος από τα γράμματα που έστελνε στους γονείς του από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου: από την Αμερική όπου νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο, έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό πλοίο που δούλευε, μέχρι τον Καναδά, και από τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία μέχρι και την Παλαιστίνη, που – όπως λέει στο γράμμα του – η παρουσία του στη χώρα έφερε βροχή και θεωρήθηκε πολύ σπουδαίος.
Σε κάποιο άλλο ψυχιατρείο στην Αμερική, που μπήκε όπως αποκαλύπτει ο ίδιος για να φάει (μεγάλο του πρόβλημα η επιβίωση) με κάποιο φίλο του, έκαναν απόδραση δένοντας τα σεντόνια των κρεβατιών και ενώ ο Τσαφέντας κατέβηκε ο φίλος του έπεσε και σκοτώθηκε γιατί λύθηκαν οι κόμποι που τους είχε δέσει ο ίδιος ο Τσαφέντας.
Μια διαδρομή πολυτάραχη με σταθμούς την Τουρκία, όπου δούλεψε και ως καθηγητής ξένων γλωσσών στην ‘Aγκυρα, αφού μιλούσε άπταιστα περισσότερες από οκτώ γλώσσες, αλλά και την Ελλάδα, όπου έζησε δύο χρόνια, αλλά την κουβάλησε στην ψυχή του μια ζωή. Στην Αφρική γυρίζει στις αρχές του 1960, μετά από τον θάνατο του πατέρα του και ύστερα από πρόσκληση και βοήθεια του γαμπρού του.
Το απαρτχάιντ όμως δεν τον δέχεται, γιατί είναι κολοράτος: ούτε άσπρος ούτε μαύρος. Οι συγγενείς του δεν αντέχουν την γκρίνια του, αλλά και η ελληνική κοινότητα, μέσα στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει, δεν του δίνει σημασία. Ένα πιάτο φαΐ, καφές, αλλά -όπως πάντα- είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως ταυτότητα, χωρίς καμιά αποδοχή.
Κομμουνιστής αλλά και χριστιανός, γνωρίζει στο Κέηπ Τάουν μια οικογένεια μαύρων. Όχι μόνο μένει μαζί τους, αλλά ζητά να αλλάξει το χρώμα, που αναγράφεται στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους. Του απαγορεύουν την όποια αλλαγή χρώματος στο διαβατήριο και απογοητεύεται.
Την ίδια περίοδο πιάνει δουλειά στην βουλή. Βάζει μπροστά ένα σατανικό σχέδιο. Κάθε βράδυ συχνάζει σε ένα ελληνικό καφέ μα και σε ένα ελληνικό πλοίο που είναι δεμένο στο λιμάνι του Κέηπ Τάουν το “Ελένη”. Εκεί γνωρίζεται με τους ναυτικούς κασιώτες στην πλειοψηφία, και τους μιλά για το σχέδιο του. Θα καθαρίσει τον πρωθυπουργό της χώρας. Του πουλούν (ο λοστρόμος, που μου είπε πως αν κυκλοφορήσει το όνομα του θα πεθάνει) ένα περίστροφο. Μα όταν το δείχνει στο καφενείο γελάνε και του λένε πως είναι ψεύτικο. Έτσι προχωρά στο σχέδιο με τα μαχαίρια.
Περίεργο λένε πολλοί. Πώς μπήκε ένας μικτής καταγωγής σε έναν χώρο, όπου μόνο λευκοί μπορούσαν; Μα μιλούσε πολλές γλώσσες και ήταν πανέξυπνος, λένε άλλοι. Στις 14:30 την 6/9/1966 κατάφερε 4 μαχαιριές στον πρωθυπουργό της χώρας Φερβούντ.
Στην ανάκριση είπε πως έπαιρνε εντολές από ένα σκουλήκι που ζούσε μέσα στο στομάχι του. Δύο ψυχίατροι κατέληξαν: είναι ψυχοπαθής. Ο δικαστής έκρινε πως δεν μπορεί να δικάσει ένα ζώο. Δίκη δεν έγινε ποτέ. Μεταφέρθηκε όμως στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Πραιτόρια. Εκεί, σε ένα κελί, που χωρά ίσα ίσα ένα κρεβάτι, βασανίζεται πολλές φορές την μέρα, ενώ ακούει αλλά και βλέπει να κρεμούν θανατοποινίτες.
Εκεί γνωρίζεται με τον καταδικασμένο για δράση κατά του απαρτχάιντ Αλέξη Μουμπάρη και του λέει σε μια ανάπαυλα από τα βασανιστήρια “…τον σκότωσα τον νταή τους…” μένει με τον Άλεξ για επτά οκτώ μήνες μαζί μα δεν μιλά πολύ. Βασικός μάρτυρας ο Άλεξ που τον θεωρεί ήρωα.
Ενώ ο Μουμπάρης κάνει την περίφημη απόδραση ο Μίμης παραμένει στην ίδια φυλακή μέχρι που ο Μαντέλα ανεβαίνει στην εξουσία και τον βάζει σε ψυχιατρείο.
Στο Στέρκφοντειν (θυμίζει περισσότερο ψυχιατρικές φυλακές) ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής, αν και ήθελε να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Ιεριχώ. Λιγοστοί περνούν να τον δουν. Ακόμη πιο λίγοι, τέσσερις Έλληνες και τρεις ντόπιοι, τον συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία στις 10/10/1999.
Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει τάφος, παρά μόνο μια πέτρα στο σημείο που είναι θαμμένος.