Ενάντια στη λογική της ανάθεσης: Ούτε διανοουμενισμός, ούτε ηλιθιότητα – Wolfi Landstreicher

Στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση, κάθε άτομο πρέπει να πιάνει κάθε εργαλείο που να μπορεί να κάνει δικό του, κάθε όπλο που να μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόνομα, προκειμένου να επιτεθεί σ’ αυτήν την κοινωνία και να πάρει πίσω τη ζωή του. Φυσικά, το ποια εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένα άτομα και με ποιον τρόπο, θα ποικίλει, με βάση τις υποκειμενικές συνθήκες, τις επιθυμίες, τις ικανότητες και τα ιδανικά του, αλλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα περίεργα γεγονότα, τα οποία αντιμετωπίζουμε, είναι γελοίο να αρνείται κάποιος ένα όπλο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να διακυβεύεται η αυτονομία, βάσει ιδεολογικών αντιλήψεων.

Η άνοδος του πολιτισμού, μέσα στον οποίο ζούμε, με τους δικούς του κυρίαρχους θεσμούς, είναι βασισμένος πάνω στον καταμερισμό της εργασίας, διαδικασία από την οποία όλες οι δραστηριότητες, που είναι απαραίτητες για τη ζωή, μετατρέπονται σε εξειδικευμένους ρόλους για χάρη της αναπαραγωγής της κοινωνίας. Μια τέτοια εξειδίκευση καταφέρνει να υπονομεύσει την αυτονομία και να ενισχύσει την κυριαρχία, επειδή χρησιμοποιεί συγκεκριμένα εργαλεία -συγκεκριμένες πλευρές ενός ολοκληρωμένου ατόμου- από τη συντριπτική πλειοψηφία και τα τοποθετεί στα χέρια των λίγων, των αποκαλούμενων ειδικών.

Μια από τις πιο θεμελιώδεις εξειδικεύσεις είναι αυτή, η οποία δημιούργησε τον ρόλο του διανοούμενου, του ειδικού στη χρήση της νοημοσύνης. Ο διανοούμενος, όμως, δεν προσδιορίζεται τόσο από την εξυπνάδα, όσο από τη μόρφωση. Σ’ αυτήν την εποχή του βιομηχανικού/υψηλής τεχνολογίας καπιταλισμού, η κυρίαρχη τάξη έχει μικρή χρησιμότητα για την πλήρη ανάπτυξη και άσκηση της νοημοσύνης. Περισσότερο, απαιτεί ειδικές γνώσεις, τον διαχωρισμό της γνώσης σε στενές σφαίρες, που συνδέονται μόνο από την υποταγή τους στη λογική της κυρίαρχης τάξης – τη λογική του κέρδους και της εξουσίας. Συνεπώς, η «νοημοσύνη» του διανοούμενου είναι μια παραμορφωμένη, κατακερματισμένη νοημοσύνη, χωρίς καμία, σχεδόν, δυνατότητα να κάνει συνδέσεις, να κατανοήσει τις σχέσεις ή να κατανοήσει (πόσο μάλλον πολύπλοκες) ολότητες.

Η εξειδίκευση, που δημιουργεί τον διανοούμενο είναι, στην πραγματικότητα, κομμάτι της διαδικασίας της αποβλάκωσης, την οποία η κυρίαρχη τάξη επιβάλλει στους εξουσιαζόμενους. Για τον διανοούμενο, η γνώση δεν είναι η ποιοτική ικανότητα κατανόησης, ανάλυσης και αιτιολόγησης πάνω στην εμπειρία κάποιου ή η χρήση του πόθου των άλλων για την επίτευξη μιας τέτοιας κατανόησης. Η γνώση των διανοούμενων δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη σοφία, η οποία θεωρείται ένας γραφικός αναχρονισμός. Πολύ περισσότερο, είναι η ικανότητα να θυμάσαι ασύνδετα γεγονότα, κομμάτια πληροφοριών, τα οποία έχουν φτάσει να θεωρούνται ως «γνώση». Μόνο μια τέτοια αποδόμηση της σύλληψης της νοημοσύνης θα μπορούσε να δώσει στους ανθρώπους την ευκαιρία να μιλούν σχετικά με την πιθανότητα της «τεχνητής νοημοσύνης», αναφερόμενοι σε εκείνες τις αποθήκες πληροφοριών και μονάδες διπλής επεξεργασίας, τις οποίες αποκαλούμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Αν κατανοήσουμε πως ο διανοουμενισμός είναι η αποδόμηση της νοημοσύνης, τότε μπορούμε να αναγνωρίζουμε ότι ο αγώνας ενάντια στο διανοουμενισμό δεν αποτελείται από την άρνηση των δυνατοτήτων του νου αλλά περισσότερο, από την άρνηση μιας παραμορφωμένης εξειδίκευσης. Ιστορικά, τα ριζοσπαστικά κινήματα έχουν προσφέρει πολλά παραδείγματα τέτοιων αγώνων στην πράξη. Ο Renzo Novatore ήταν γιος ενός χωρικού, ο οποίος πήγε σχολείο μόνο για έξι μήνες. Παρ’ όλ’ αυτά, μελέτησε το έργο των Νίτσε, Στίρνερ, Μαρξ, Χέγκελ, των αρχαίων φιλοσόφων, ιστορικών και ποιητών, όλων των αναρχικών συγγραφέων και όσων περιλαμβάνονται στα διάφορα νέα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κινήματα, που αναδύθηκαν στην εποχή του. Είχε ενεργή συμμετοχή σε αναρχικές συζητήσεις πάνω σε ζητήματα θεωρίας και πρακτικής, όπως επίσης και σε συζητήσεις πάνω σε καλλιτεχνικά κινήματα. Και τα έκανε όλα αυτά στα πλαίσια μιας έντονης, ενεργά εξεγερσιακής πρακτικής. Σε αντίστοιχο πλαίσιο, και ο Bartolemeo Vanzetti, ο οποίος άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος πριν την εφηβεία, συχνά για πολλές ώρες, περιγράφει στη σύντομη αυτοβιογραφία του το πώς περνούσε ένα σημαντικό μέρος της νύχτας, διαβάζοντας φιλοσοφία, ιστορία, ριζοσπαστική θεωρία και πάει λέγοντας, προκειμένου να αρπάξει εκείνα τα εργαλεία, τα οποία η κυρίαρχη τάξη θα του αρνούνταν. Ήταν αυτή η δίψα να κατανοήσει τα εργαλεία του νου, που τον έφερε στην αναρχική προοπτική του. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στη Florida, οι κατασκευαστές πούρων ανάγκασαν τα αφεντικά τους να προσλάβουν ανθρώπους, οι οποίοι θα τους διάβαζαν, καθώς εκείνοι θα δούλευαν. Οι άνθρωποι αυτοί διάβαζαν τα έργα των Μπακούνιν, Μαρξ και άλλων ριζοσπαστών θεωρητικών στους εργάτες, οι οποίοι στη συνέχεια συζητούσαν ό,τι είχαν ακούσει. Και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ριζοσπάστες αλητάμπουρες [1] και οι φίλοι τους θα ίδρυαν τα «hobo colleges», όπου μια μεγάλη ποικιλία ομιλητών θα έδιναν διαλέξεις πάνω σε κοινωνικά ερωτήματα, φιλοσοφία, επαναστατική θεωρία και πρακτική, ακόμα και επιστήμη ή ιστορία, και οι αλητάμπουρες θα συζητούσαν τα ερωτήματα αυτά. Σε κάθε ένα από αυτά τα παραδείγματα, βλέπουμε την άρνηση των εκμεταλλευόμενων να αφήσουν να τους στερήσουν τα εργαλεία της νοημοσύνης. Και, όπως το βλέπω εγώ, αυτή ακριβώς είναι η φύση ενός πραγματικού αγώνα ενάντια στον διανοουμενισμό. Δεν είναι μια αποθέωση της άγνοιας, αλλά μια προκλητική άρνηση να αφαιρεθεί από κάποιον η ικανότητα να μάθει, να σκεφτεί και να κατανοήσει.

Η αποδόμηση της νοημοσύνης, την οποία δημιουργεί ο διανοουμενισμός, αντιστοιχεί σε μια αποδόμηση της δυνατότητας της λογικής, η οποία εκδηλώνεται με την ανάπτυξη του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός είναι η ιδεολογία, η οποία υποστηρίζει πως η γνώση προέρχεται από την ίδια τη λογική. Συνεπώς, η λογική διαχωρίζεται από την εμπειρία, από το πάθος και κατ’ επέκταση από τη ζωή. Η θεωρητική διαμόρφωση αυτού του διαχωρισμού μπορεί να εντοπιστεί σε μεγάλο βάθος χρόνου, στη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας. Ήδη, σ’ αυτήν την αρχαία εμπορική αυτοκρατορία, οι φιλόσοφοι διακήρυτταν την αναγκαιότητα της υποταγής των επιθυμιών και των παθών σε μια ψυχρή, ξενέρωτη λογική. Φυσικά, αυτή η ψυχρή λογική προωθούσε τη συγκράτηση – με άλλα λόγια, την αποδοχή του τί είναι.

Από εκείνην την εποχή (και πιθανότατα πολύ νωρίτερα, αφού υπήρχαν καλά ανεπτυγμένα κράτη και αυτοκρατορίες στην Περσία, στην Κίνα και την Ινδία, όταν η Ελλάδα αποτελούνταν ακόμα από αντιμαχόμενες πόλεις-κράτη), ο ορθολογισμός έχει παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβολή της κυριαρχίας. Από την άνοδο της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης, η διαδικασία του εξορθολογισμού έχει επεκταθεί σε όλες τις κοινωνίες, σε όλην την υφήλιο. Είναι, επομένως, κατανοητό το ότι κάποιοι αναρχικοί θα αντιτάσσονταν στην ορθολογικότητα.

Αλλά, αυτή είναι μόνο μια απλή αντίδραση. Αν το εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο εξορθολογισμός, που επιβάλλεται από όσους βρίσκονται στην εξουσία, είναι ενός συγκεκριμένου είδους. Είναι η ποσοτική ορθολογικότητα της οικονομίας, η ορθολογικότητα της ταυτότητας και της μέτρησης, η ορθολογικότητα, η οποία εξισώνει και διασπά, ταυτόχρονα, όλα τα πράγματα και τα όντα, χωρίς να αναγνωρίζει καμία σχέση, πέρα από εκείνην της αγοράς. Και ακριβώς όπως ο διανοουμενισμός είναι η παραμόρφωση της νοημοσύνης, η ορθολογικότητα της ποσότητας είναι η παραμόρφωση της λογικής, γιατί είναι μια λογική ξέχωρη από τη ζωή, μια λογική βασισμένη στην πραγμοποίηση.

Όσο εκείνοι που κυβερνούν επιβάλλουν αυτήν την παραμορφωμένη ορθολογικότητα πάνω στις κοινωνικές σχέσεις, προωθούν τον παραλογισμό ανάμεσα σε όσους εκμεταλλεύονται. Στις εφημερίδες και στα έντυπα, στην τηλεόραση, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια για την τηλεόραση και τον υπολογιστή, στις ταινίες… Μέσω των ΜΜΕ, βλέπουμε τη θρησκεία, την προκατάληψη, την πίστη στο αναπόδεικτο και την ελπίδα ή τον φόβο του αποκαλούμενου μεταφυσικού να επιβάλλεται και τον σκεπτικισμό να αντιμετωπίζεται ως ψυχρή και απαθής άρνηση του θαύματος. Είναι προς όφελος της κυρίαρχης τάξης αυτοί, οι οποίοι εκμεταλλεύεται, να ζουν στην άγνοια, με μια περιορισμένη και συνεχώς μειούμενη δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους για οτιδήποτε αξιοσημείωτο ή μια δυνατότητα ανάλυσης της κατάστασης, των κοινωνικών σχέσεων, που βιώνουν και των γεγονότων, που συμβαίνουν στον κόσμο. Η διαδικασία αποβλάκωσης επηρεάζει τη μνήμη, τη γλώσσα και την ικανότητα κατανόησης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, των πραγμάτων και των γεγονότων σε ένα βαθύτερο επίπεδο και αυτή η διαδικασία εισβάλλει βίαια και σ’ εκείνες τις περιοχές, που θεωρούνται πνευματικές. Η αδυναμία των μεταμοντέρνων θεωρητικών να κατανοήσουν κάθε ολότητα, μπορεί εύκολα να συνδεθεί με την παραμόρφωση της νοημοσύνης.

Δεν είναι αρκετό το να εναντιωθούμε στην παραμορφωμένη ορθολογικότητα, που επιβάλλεται από την κοινωνία, πρέπει, επίσης, να αντισταθούμε στην αποβλάκωση και στον παραλογισμό, που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη σ’ εμάς τους υπόλοιπους. Αυτός ο αγώνας απαιτεί την επανοικειοποίηση της δυνατότητας της σκέψης, της λογικής, της ανάλυσης των υποκειμενικών συνθηκών και της επικοινωνίας της πολυπλοκότητάς τους. Απαιτεί, επίσης, να ενσωματώσουμε αυτήν την ικανότητα με το σύνολο των ζωών μας, των παθών, των επιθυμιών και των ονείρων μας.

Οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας ψεύδονταν. Και οι ιδεολόγοι, που παράγουν τις ιδέες, που υποστηρίζουν την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, εξακολουθούν να λένε το ίδιο ψέμα: ότι, δηλαδή, το αντίθετο της νοημοσύνης είναι το πάθος. Αυτό το ψέμα έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας. Δημιούργησε μια παραμορφωμένη νοημοσύνη, η οποία βασίζεται πάνω στην ποσοτική, οικονομίστικη ορθολογικότητα και έχει περιορίσει την ικανότητα του μεγαλύτερου μέρους των εκμεταλλευόμενων και των αποκλεισμένων, να κατανοήσουν τις συνθήκες, στις οποίες ζουν και να πολεμήσουν έξυπνα εναντίον τους. Αλλά, στην πραγματικότητα, το αντίθετο του πάθους δεν είναι η νοημοσύνη, αλλά η αδιαφορία και το αντίθετο της νοημοσύνης δεν είναι το πάθος, αλλά η ηλιθιότητα.

Επειδή θέλω, ειλικρινά, να σταματήσω την κυριαρχία και την εκμετάλλευση και να αρχίσω να ανοίγω τις πιθανότητες της δημιουργίας ενός κόσμου, όπου δε θα υπάρχουν ούτε εκμεταλλευτές, ούτε εκμεταλλευόμενοι, σκλάβοι ή αφεντικά, επιλέγω να κατανοήσω όλη μου τη νοημοσύνη με πάθος, χρησιμοποιώντας κάθε νοητικό όπλο -μαζί με τα φυσικά-, προκειμένου να επιτεθώ στην ισχύουσα κοινωνική τάξη. Δεν απολογούμαι γι’ αυτό, ούτε θα φροντίσω για όσους, από τεμπελιά ή λόγω ιδεολογικών αντιλήψεων για τα όρια του πνεύματος των εκμεταλλευόμενων τάξεων, αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τη νοημοσύνη τους. Δεν είναι απλά ένα επαναστατικό αναρχικό εγχείρημα, που διακυβεύεται σ’ αυτόν τον αγώνα. Είναι η ολοκλήρωσή μου ως άτομο και η πληρότητα της ζωής που επιθυμώ.

Σ.τ.μ.: [1] Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη hoboes, πληθυντικός του hobo, που αναφέρεται σε μετανάστες εργάτες ή άστεγους πλανόδιους, χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ γύρω στα 1890.

——–

Μετάφραση: Inter Arma

Πηγή: The Anarchist Library