«Είμαστε κύματα που η ηρεμία τους είναι η ανυπαρξία»
Άνθρωποι περιπλανώμενοι, κατατρεγμένοι στο πέρασμα των αιώνων από το κράτος, αντιμέτωποι με έναν διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό και αποκλεισμό. Αυτοί είναι οι τσιγγάνοι. Κινούμενοι, διαχρονικά και άναρχα, πάνω στη λεπτή γραμμή της διατήρησης της παράδοσής τους και των εθίμων τους και των προσπαθειών αφομοίωσής τους (ή ακόμη και καταστολή τους). Αυτή η πορεία, τους έφερε στο «περιθώριο» της ιστορίας.
Πόσο συχνά, άραγε, φέρνουμε στη μνήμη μας ότι 500.000-600.000 τσιγγάνοι σφαγιάστηκαν από τα στρατεύματα του Χίτλερ κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου; Και εδώ, όμως, η επιλεκτικότητα δεν είναι τυχαία. «Θα πρέπει δε να σημειώσουμε ότι η γενοκτονία αυτή είναι σχετικά άγνωστη, σε σύγκριση τουλάχιστον με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, κάτι που δεν είναι ανεξάρτητο από την απουσία πολιτικής οργάνωσης (κρατικού ή άλλου τύπου) στους τσιγγάνους, αλλά και την εν γένει επιφυλακτική έως αρνητική στάση της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντί τους».1
Η προέλευση
Τα όποια στοιχεία για την προέλευση των τσιγγάνων προέρχονται από τη μελέτη της γλώσσας τους (της ρομανί). Αυτή παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με ορισμένες ινδικές γλώσσες. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την Ινδία, οι τσιγγάνοι κατευθύνονται στην Περσία (εμφανίζονται γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ.) και από εκεί στην Αρμενία, όπου και παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και σταδιακά περνούν στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτή η μετακίνηση πιθανόν να οφείλεται σε επιθέσεις των Σελτζούκων Τούρκων στα αρμένικα εδάφη, οι οποίες προκάλεσαν πληθυσμιακές ανακατατάξεις. Από εκεί, διασπείρονται αρχικά σε εδάφη της βαλκανικής χερσονήσου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στον ελλαδικό χώρο η παρουσία τους για πρώτη φορά καταγράφεται σε κείμενα του 14ου αιώνα (το 1323 μία τσιγγάνικη φυλή εγκαθίσταται έξω από τον Χάνδακα, το 1381 αναφέρονται φέουδα στην Κέρκυρα και την Ήπειρο στα οποία εργάζονται ως δουλοπάροικοι τσιγγάνοι, ενώ το 1384 αναφέρεται η ύπαρξη τσιγγάνων και έξω από τη Μεθώνη). Οι τσιγγάνοι που ζουν σήμερα στην περιοχή των Άνω Λιοσίων είναι απόγονοι κάποιων από τις πρώτες φυλές που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο.
Η κοινωνική οργάνωση
Οι τσιγγάνικοι πληθυσμοί, ως απόρροια της απαξίωσης, περιφρόνησης και δίωξης που έχουν υποστεί στην ιστορία τους, αντιμετωπίζουν με καχυποψία, αν όχι εχθρικά, τους μπαλαμέ, τους μη τσιγγάνους. Ο τρόπος ζωής τους είναι παραδοσιακός και η κοινωνική τους οργάνωση είναι φυλετικά δομημένη.
Οι τσιγγάνικες οικογένειες είναι πολυμελείς, και σε κάθε περίπτωση μέλημα τους είναι να παντρέψουν γρήγορα τα παιδιά τους. Αυτό έχει άμεση σχέση με τον τρόπο ζωής τους, την απόκτηση αυτονομίας στη ζωή και δυνατότητα εξασφάλισης αυτάρκειας και συντήρησης της οικογένειας. «Το κορίτσι «ανήκει στον πατέρα και μεταβιβάζεται στο σύζυγο». Αργότερα, βέβαια, η γυναίκα με τη μητρότητα αποκτά κύρος και σχετική αυτονομία, αλλά και τότε ακόμη αποτελεί ιδιοκτησία του άντρα».2
Η φράση «ιδιοκτησία του άντρα» μπορεί να οδηγεί στη σκέψη της ύπαρξης μίας πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας, κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει. Ο άντρας είναι ο κυρίαρχος εκτός σπιτιού, και αυτό για συγκεκριμένο λόγο. «Οι τσιγγάνοι δεν ήθελαν ο (…) μπαλαμό να μιλάει με τις γυναίκες τους γιατί φοβούνται τους «άλλους». Αν μπορούσαν, δε θα επέτρεπαν ποτέ στις γυναίκες τους να δουλεύουν και να συγχρωτίζονται με τους μπαλαμέ. Γνωρίζουν ότι οι «άλλοι» είναι προκατειλημμένοι απέναντί τους και ότι υπάρχει πάντα το στερεότυπο της τσιγγάνας που κλέβει, λέει ψέματα, ξεγελά».3
Από την άλλη, η γυναίκα διαχειρίζεται το οικογενειακό εισόδημα, παίρνει αποφάσεις για τις επιχειρησιακές επενδύσεις και τις περισσότερες φορές πηγαίνει μαζί με τον άντρα στις αγορές εμπορευμάτων. Εάν θέλαμε να βρούμε κάποιο ψήγμα εξάρτησης της γυναίκας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη σχέση της με την πεθερά, στην οποία και πρέπει να υπακούει μέχρις ότου παντρευτεί.
Ένα στοιχείο το οποίο προκαλεί εντύπωση στους τσιγγάνους είναι ο συνδυασμός από τη μία της επαιτείας (για να εξασφαλίσουν, πολλές φορές, ακόμη και τα προς το ζην) και των πλούσιων (ποσοτικά και ποιοτικά) κοσμημάτων που συνοδεύουν τη δημόσια εμφάνισή και τους γάμους τους. Ωστόσο, τα ακριβά κοσμήματα που φορούν οι τσιγγάνοι δεν εκλαμβάνονται με τα δεδομένα που συνοδεύουν την σκέψη «των απ’ έξω», της καπιταλιστικά δομημένης κοινωνίας. «Είναι δώρα που τους χάρισαν οι δικοί τους σαν ένα σύμβολο αγάπης και αποδοχής, πάντα θα θυμίζουν στο νεαρό άτομο που το φορά το πρόσωπο που του τα χάρισε. Χωρίς τα κοσμήματά του ο τσιγγάνος είναι «γυμνός», αποξενωμένος, γι’ αυτό τα φορά πάντα, ακόμα και στη δουλειά του (…) Τα δώρα δηλαδή παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των συγγενών και στη συνοχή γενικότερα της ομάδας».4
Σε μία κοινωνία, όπως η τσιγγάνικη, όπου η μόνη μνήμη και γνώση της ιστορίας προέρχεται από τις υποκειμενικές αφηγήσεις των μεγαλυτέρων, όπως έζησαν αυτοί τις στιγμές εκείνες, η μόνη εξουσία και το μόνο δίκαιο που θα μπορούσε να διαπνέει τη ζωή των ανθρώπων είναι ο άγραφος, προφορικά κληρονομημένος, νόμος της φυλής.
Για παράδειγμα, αρχηγοί δεν υπάρχουν στον τσιγγάνικο καταυλισμό των Άνω Λιοσίων, και αυτοί που παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι, κάποιες φορές στα ΜΜΕ, δεν έχουν καμία εξουσία στους υπόλοιπους. Ως ανώτεροι θεωρούνται μόνο αυτοί που έχουν χρήματα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο κυρίαρχος τρόπος απονομής δικαιοσύνης μεταξύ τους είναι η αυτοδικία. Η αδικία ή η αθέτηση μίας υπόσχεσης είναι αιτίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτή. «Οι νόμοι του αστικού δικαίου και η αστυνομία είναι των «άλλων», δεν έχουν σχέση με αυτούς και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, «να τα βρίσκουν μόνοι τους, μεταξύ τους», να μην αφήνουν τους «άλλους» να παρεμβαίνουν στις διαφορές τους, στη ζωή τους. Ο άγραφος «νόμος της σιωπής», που επιτάσσει να μην κοινοποιούνται τα μυστικά της κοινότητας στους «άλλους», είναι απαράβατος και όποιος τον καταπατήσει θα βρεθεί αντιμέτωπος με ολόκληρη την τσιγγάνικη ομάδα. Η δική τους «εξουσία», συνήθως ο ισχυρός πλούσιος επιχειρηματίας, είναι που θα δώσει τις σωστές συμβουλές όταν θα βρεθούν αντιμέτωποι με το νόμο των «άλλων», ο οποίος τους αντιμετωπίζει ατομικά πια, διασπώντας τη συλλογικότητά τους με την επίκληση ατομικών ελευθεριών και ατομικής ευθύνης».5
Σε ορισμένες άλλες φυλές-καταυλισμούς τσιγγάνων, δεν ισχύει η παραπάνω περιγραφή.
Συλλογικότητα και καταστολή
Αυτούς τους ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλεξάρτησης προσπάθησε ουκ ολίγες φορές μέσα στο πέρασμα των αιώνων να σπάσει η κρατική εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η πολεοδομική καταστολή. Για τους τσιγγάνους ο ρόλος της γειτονιάς είναι πολύ σημαντικός. Οι συγγενείς χτίζουν ο ένας δίπλα στον άλλο τα σπίτια τους για να επικοινωνούν. Η συζήτηση, το κουτσομπολιό, η αλληλοβοήθεια, το παιχνίδι, ακόμη και ο τσακωμός ενισχύουν τους συλλογικούς δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ωστόσο, ο κρατικός (ανά)σχεδιασμός ήρθε να δημιουργήσει ρωγμές στην οργάνωση της ζωής.
Τα πρώτα κράτη πρόνοιας που εμφανίστηκαν στο ευρωπαϊκό έδαφος είχαν να αντιμετωπίσουν το διόλου ευκαταφρόνητο «αγκάθι» των τσιγγάνικων πληθυσμών, που βίωναν έναν πρωτοφανή σε ένταση διωγμό και αποκλεισμό. Έτσι, το 1962 στην Αγγλία εκδίδεται εγκύκλιος από το υπουργείο Στέγασης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης να δημιουργηθούν ειδικοί χώροι (με λίγα λόγια γκέτο) όπου θα στεγάζονταν οι τσιγγάνοι. Το αποτέλεσμα είναι δύο χρόνια μετά την εγκύκλιο να υπάρχουν μόνο τρεις τέτοιες περιοχές, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν 50 συνολικά τροχόσπιτα (τη στιγμή που σύμφωνα με μία καταμέτρηση το 1969 στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν 2.100 τσιγγάνοι ή 450 οικογένειες περίπου). Το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της εγκυκλίου ήταν ότι «τους δόθηκε έτσι η εξουσία να δημιουργούν απαγορευμένες περιοχές, διώχνοντας και κυνηγώντας όλες τις οικογένειες που βρίσκονταν σε μη εγκεκριμένες περιοχές, ανεξάρτητα από το αν οι περιοχές αυτές ελέγχονταν ή όχι από το δημοτικό συμβούλιο».6
Μία παρόμοια κατάσταση επικρατεί σήμερα και στον καταυλισμό (γκέτο) των τσιγγάνων στα Άνω Λιόσια. «Όμως υπάρχει μία βασική διαφορά ανάμεσα στο πως έστηναν τα τσαντίρια τους παλιά και στο πως στήνουν τις παράγκες τώρα. Τα τσαντίρια ήταν τοποθετημένα ολόγυρα στο χώρο σχηματίζοντας κύκλο, ενώ οι παράγκες είναι η μία δίπλα στην άλλη. Τον τρόπο αυτό δεν τον επέλεξαν οι Τσιγγάνοι. Η διαμόρφωση του χώρου στο «κάμπινγκ» είναι τέτοια, που δεν τους επιτρέπει να τον οριοθετήσουν αυτοί σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Ο κυκλοτερής τρόπος με τον οποίο στήνονταν τα τσαντίρια απαντούσε σε μία ανάγκη σύστασης και διαμόρφωσης της συλλογικότητας (…) τον φρόντιζαν και τον περιποιούνταν, αφού εκεί περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής τους ζωής. Τώρα, στη νέα χωροθέτηση, οριοθετούνται και διαφορετικά οι σχέσεις των ανθρώπων και συστήνεται με διαφορετικούς όρους η συλλογική καθημερινή ζωή (…) χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ενώ φροντίζουν πολύ για την καθαριότητα μέσα στις παράγκες τους, ο κοινόχρηστος χώρος -που δεν είναι πλέον ο κοινός τόπος- είναι σε πλήρη εγκατάλειψη…».7
Σταδιακά, και λόγω της γκετοποίησης των τσιγγάνικων πληθυσμών σε χώρους σαν αυτόν που αναφέρθηκε, καθιερώθηκε το βιβλιάριο κινήσεως, ύστερα από πρόταση του υπουργού Εσωτερικών του γαλλικού κράτους.
Κοινωνικός αποκλεισμός και κρατική βία
Οι τσιγγάνικοι πληθυσμοί αντιμετωπίζονταν πάντα σαν «παράσιτα» από το κράτος (σε αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι συνεχώς μετακινούνταν, σα νομάδες, συνεπώς ήταν αδύνατος ο έλεγχός τους ή η αφομοίωσή τους σε κάποια κρατική δομή).
Το τέλος της ανθρωποσφαγής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την επαναχάραξη των συνόρων και τη στενότερη φύλαξή τους, βρήκε το μεγαλύτερο μέρος των τσιγγάνων που είχαν φτάσει στην Ευρώπη στα εδάφη κομμουνιστικών καθεστώτων. Τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονταν (ως εθνική μειονότητα) δεν τα βίωσαν ποτέ.
Στη Ρωσία η νομαδική ζωή κηρύσσεται παράνομη. Η Πολωνία προσπαθεί να ενσωματώσει τους τσιγγάνικους πληθυσμούς, προσφέροντας δουλειά και ευκαιρίες εκπαίδευσης στα παιδιά τους. Ωστόσο, οι πολύ χαμηλές αποδοχές και η επίπονη σωματική προσπάθεια είχαν σαν αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι νομαδικές μετακινήσεις, κάτι που οδήγησε το 1964 την κυβέρνηση να απαγορεύσει στους τσιγγάνους να ταξιδεύουν σε καραβάνια, να τους υποχρεώνει να εγγραφούν υποχρεωτικά σε μητρώα θέτοντάς τους αυστηρούς περιορισμούς στις συναντήσεις και συγκεντρώσεις τους.
Στην Ουγγαρία «επί επτά έτη οι τσιγγάνικες ορχήστρες απαγορεύτηκαν ως υπόλειμμα των χρόνων της παρακμής»8, ενώ η πολιτική της Τσεχοσλοβακίας είχε σα στόχο αφενός την αφομοίωση και αφ’ ετέρου την καταστροφή της ιδιαίτερης ταυτότητας των τσιγγάνων, ως ομάδας, «αν ήθελαν να προοδεύσουν».
Το ρουμάνικο κράτος και ο Τσαουσέσκου, από τη στιγμή που οι τσιγγάνοι άρχισαν να κυριαρχούν στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και ως βιομηχανικοί εργάτες εφάρμοσε μία πολιτική αναγκαστικής μεταστέγασης διασπώντας τους σε μεγάλες και διασκορπισμένες ομάδες, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 αρνούνταν την ύπαρξή τους.
Στη Βουλγαρία η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Το 1958 απαγορεύτηκε να ταξιδεύουν, να έχουν συμβούλια τα οποία τους βρίσκουν δουλειά σε εργοστάσια και αγροκτήματα, τα ρομανί απαγορεύτηκαν στα σχολεία, ενώ δημεύονταν και έκλειναν οι εφημερίδες και τα σωματεία τσιγγάνων.
Μόνο στη Γιουγκοσλαβία το κράτος έδειξε ένα είδος ελαστικότητας απέναντι στους τσιγγάνικους πληθυσμούς, διοχετεύοντας ωστόσο ρατσιστικά ιδεολογήματα στον κοινωνικό ιστό και οδηγώντας τους στην απομόνωση.
Και το ελληνικό κράτος;
Η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο για τις τσιγγάνικες φυλές δεν είναι πολύ καλύτερη. Ένα σημαντικό όπλο, πίσω από το οποίο καλύπτεται η κρατική βία εναντίον αυτών των ανθρώπων, είναι η καλλιέργεια και διάχυση ρατσιστικών αντιλήψεων στην κοινωνία, που οδηγούν εν τέλει στην περιθωριοποίηση των τσιγγάνων και τη συγκάλυψη κάθε επίθεσης από τη μεριά της εξουσίας, πίσω από το μανδύα της «κοινής γνώμης».
Οι συνεχείς κατεδαφίσεις και τα πρόστιμα στα «αυθαίρετα» σπίτια των τσιγγάνων, η εξαπάτηση και η κοροϊδία της ντόπιας εξουσίας είναι καθημερινά φαινόμενα.
Στο βιβλίο της Α. Λυδάκη διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από λόγια τσιγγάνων των Άνω Λιοσίων: «Ο δήμαρχος δε μας θέλει εδώ. Θέλει μόνο να τον ψηφίσουμε. Όταν είναι εκλογές, παίρνει τα τσιράκια του και έρχεται στο κάμπινγκ και μας λέει διάφορα». «Πάει και τους λέει (στην κυβέρνηση) «μη κάνετε τίποτα (για να τους βοηθήσετε), για να φύγουν οι τσιγγάνοι, αλλιώς δε θα με ξαναψηφίσουν (οι μη τσιγγάνοι) και θα πάρει το δήμο άλλο κόμμα». Και να σκεφτείς ότι το δήμαρχο αυτό τον ψήφισαν οι τσιγγάνοι… Αλλά και ο προηγούμενος μάς είχε κάψει. Και τώρα θέλει να μας διώξει για να ξαναβγεί δήμαρχος. Βλέπεις, εμείς είμαστε πιο λίγοι από τους δικούς σας. Το συμφέρον οι δικοί σας ψήφοι».
Η εκτίμηση της συγγραφέως του βιβλίου, ως προς αυτή τη στάση των τσιγγάνων, που έζησε τέσσερα χρόνια μαζί τους, είναι ενδιαφέρουσα: «Δε ζητούν λοιπόν παρά την αντικατάσταση του «κακού» δημάρχου με έναν άλλο «καλό». Η εξουσία δηλαδή προσωποποιείται στον εκάστοτε τοπικό φορέα της με τον οποίο έρχονται σε επαφή, και οι τσιγγάνοι την αντιλαμβάνονται όταν εισέρχεται στη ζωή τους και διευθετεί τους όρους της κοινωνικής τους ύπαρξης. Η εξουσία, το πολίτευμα, το κράτος, ως αφηρημένες έννοιες είναι μακρινές και δεν τους αφορούν άμεσα παρά μόνο στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος πρωθυπουργός ή δήμαρχος είναι καλός ή κακός σε σχέση με τους ίδιους. Στην περίπτωση των τσιγγάνων των Άνω Λιοσίων, ο δεδομένος εκπρόσωπος της εξουσίας, ο δήμαρχος είναι ο «εχθρός» και όχι το ίδιο το σύστημα. Συνακόλουθα πιστεύουν ότι η αντικατάστασή του θα λύσει αυτομάτως όλα τους τα προβλήματα».9
Αρκετές φορές, ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν λάβει χώρα πράξεις και εκδηλώσεις αντίστασης στο κράτος από τσιγγάνους. Το γεγονός ότι η ιστορία τους είναι σημαδεμένη από φτώχεια, καταπίεση, εκμετάλλευση και το μέλλον χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ο τρόπος κοινωνικής οργάνωσης των καταυλισμών τους, έχει οπλίσει και εκδηλώσει πολλές φορές την κοινωνική οργή. Από τις συγκρούσεις με δυνάμεις των ΜΑΤ οι οποίοι, αρκετές φορές, τρομοκρατούν με εξακριβώσεις και ελέγχους για ναρκωτικά, συγκρούσεις μετά από δολοφονίες τσιγγάνων σε αστυνομικά μπλόκα («τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις», πιο πρόσφατη η περίπτωση του Μαρίνου Χριστόπουλου).
Τα πιο πρόσφατα γεγονότα διαδραματίστηκαν στον Δενδροπόταμο της Θεσσαλονίκης, όπου οι τσιγγάνοι ξεσηκώθηκαν, έδειραν και έδιωξαν εμπόρους ναρκωτικών που κυκλοφορούσαν μέσα στον καταυλισμό τους. Τα ναρκωτικά, η εξάρτηση, είναι ένα από τα όπλα που χρησιμοποιεί το κράτος για να ελέγξει, να καταστείλει και να στιγματίσει κοινωνικά πληθυσμιακές ομάδες που διατηρούν αναλλοίωτο το δικό τους τρόπο ζωής και οργάνωσης, που δεν εντάσσονται στην κατασκευασμένη πραγματικότητά του.
Παραμύθι και μνήμη
«Το παραμύθι είναι μία ιδιαίτερη αφηγηματική πρακτική στη ζωή των Ρομ. Για ένα λαό χωρίς γραπτή γλώσσα και καταγεγραμμένη ιστορία, η αφήγηση του παραμυθιού γίνεται αφορμή μνήμης. Μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του προφορικού λόγου, οι αποσπασματικές αναμνήσεις του παρελθόντος συνυπάρχουν με την καταγραφή των συνθηκών του παρόντος και τη διαπραγμάτευση του μέλλοντος. Η φαντασία εμπλέκεται με την πραγματικότητα και η πλοκή του παραμυθιού αντανακλά άμεσα τα σύγχρονα προβλήματα, τις ανάγκες και τις αγωνίες μίας ομάδας που κινείται στο περιθώριο.
Η πρακτική της αφήγησης παράγεται μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο αποτελεί πεδίο κοινής διαπραγμάτευσης της διαφορετικότητας των Ρομ και του καθορισμού της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους. Ταυτόχρονα, το περιεχόμενο και η θεματολογία των παραμυθιών προβάλλουν μέσα από μία διαφορετική οπτική τον τρόπο ζωής και το σύστημα αξιών των Ρομ, τις πιέσεις για ενσωμάτωση και προσαρμογή της ταυτότητας τους, καθώς επίσης και τον αγώνα της επιβίωσης στο περιθώριο».10
Γι’ αυτό το λόγο, για τέλος, παραθέτουμε ένα τσιγγάνικο παραμύθι της Ρωσίας, χαρακτηριστικό της φαντασίας της παράδοσης και της ιστορίας που κουβαλάνε αυτοί οι άνθρωποι: «Όλα τούτα που θα σας πω, έγιναν πολύ, πολύ παλιά. Ήταν ένας τσιγγάνος που ταξίδευε με την οικογένειά του. Το άλογό του ήταν κοκαλιάρικο και δεν στεκόταν καλά στα πόδια του. Έτσι λοιπόν, όσο μεγάλωνε η οικογένειά του τσιγγάνου, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να σέρνει τη βαριά καρότσα που γέμιζε με παιδιά. Τα παιδιά ήταν τόσα πολλά και στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, που το κακόμοιρο το άλογο προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία και συνέχεια περπατούσε. Το κάρο έγερνε με δύναμη μία από τ’ αριστερά μία από τα δεξιά, και τα μπακίρια κι οι κατσαρόλες κατρακυλούσαν έξω κι όλο και κάποιο ξυπόλητο παιδάκι έπεφτε κάτω. Την ημέρα τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ο τσιγγάνος έβλεπε κι έτσι σήκωνε τα κατσαρολικά και τα παιδάκια. Στο σκοτάδι όμως, δεν μπορούσε να δει. Αλλά έτσι κι αλλιώς, ποιος μπορούσε να μετρήσει μία τόσο μεγάλη φαμίλια; Το άλογο συνέχιζε να πηγαίνει κι ο τσιγγάνος ταξίδευε σ’ όλη τη γη. Απ’ όπου κι αν περνούσε άφηνε κι ένα παιδί. Όλο και περισσότερα μέχρι που στο τέλος γέμισε όλη η γη τσιγγάνους. Γι’ αυτό και συναντάς τσιγγάνους όπου κι αν πας…».11
B.
————————-
1. Τσιγγάνοι: ιστορία, δημογραφία, πολιτισμός, Κ. Κόμης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, σελ. 29
2. Μπαλαμέ και Ρομά, οι τσιγγάνοι των Άνω Λιοσίων, Αν. Λυδάκη, Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ. 55
3. ο.π., σελ. 75
4. ο.π., σελ. 57
5. ο.π., σελ. 45
6. Οι τσιγγάνοι, Angus Fraser, Οδυσσέας, Αθήνα, 1998, σελ. 288
7. Μπαλαμέ και Ρομά, οι τσιγγάνοι των Άνω Λιοσίων, Αν. Λυδάκη, Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ. 39
8. Οι τσιγγάνοι, Angus Fraser, Οδυσσέας,
Αθήνα, 1998, σελ. 280
9. Μπαλαμέ και Ρομά, οι τσιγγάνοι των Άνω Λιοσίων, Αν. Λυδάκη, Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ. 19
10. Οι Ρομά στην Ελλάδα, Ελληνική Εταιρείας Εθνολογίας, Αθήνα, 2002, σελ. 271
11. Τσιγγάνοι: ιστορία, δημογραφία, πολιτισμός, Κ. Κόμης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, σ. 11.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘEΡΙΑΣ, φ. 39, Μάιος 2005)