Λίγα λόγια για τον Αναρχικό Χριστόφορο Μαρίνο.
18 χρόνια έχουν περάσει από τη δολοφονία του Χ. Μαρίνου από ΕΚΑΜίτες στην καμπίνα 53, του πλοίου «ΠΗΓΑΣΟΣ», στο λιμάνι του Πειραιά. 18 χρόνια από την ημέρα που μία ανθρωποκτονία βαφτίστηκε «αυτοκτονία» από το κράτος και τους μηχανισμούς του. 18 χρόνια πριν τα μέσα καταστολής πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που στόχευαν, πέρασαν τον αγωνιστή Μαρίνο εκεί που του άξιζε, στη σφαίρα της «αθανασίας».
Ο Χριστόφορος Μαρίνος γεννήθηκε το 1967 και από μικρός είχε δείξει την απέχθειά του προς την εξουσία (λένε πως με τα χίλια ζόρια έβγαλε αστυνομική ταυτότητα, ενώ στο σχολείο του πήγαινε στον μαυροπίνακα της τάξης του, έπαιρνε το σφουγγάρι έσβηνε αυτά που είχαν γράψει οι δάσκαλοι και έγραφε: «Είστε σκλαβάκια», φράση που αφορούσε τόσο τους καθηγητές όσο και τους μαθητές…).
Τα πρώτα του κινηματικά βήματα, τα κάνει στις αρχές της δεκαετίας του 80′. Η εξέγερση του Πολυτεχνείο το 73′ ήταν ακόμα νωπή ενώ ταυτόχρονα ο Αναρχικός χώρος στην Ελλάδα προσπαθεί να φτιάξει μια ομοσπονδοποίηση των αναρχικών. Πραγματοποιούνται δυο πανελλαδικά συνέδρια και λίγο μετά δημιουργείται η «Ένωση Αναρχικών». Ο Χριστόφορος Μαρίνος γίνεται αμέσως μέλος με έντονη δράση. Οι εσωτερικές έριδες όμως είναι πολλές και φαίνεται πως κάνουν τον Χριστόφορο να αναζητήσει άλλα μονοπάτια.
Το όνομά του γίνεται για πρώτη φορά γνωστό τον Οκτώβριο του 1987. Ο Μαρίνος μαζί με τον Μιχάλη Πρέκα και τον Κλέαρχο Σμυρναίο επιχειρούν να απαλλοτριώσουν στη Καλογρέζα ένα κρατικό όχημα που διαθέτει ασύρματο. Ένας φιλήσυχος πολίτης τους βλέπει και ειδοποιεί την αστυνομία οι οποίοι σε χρόνο μηδέν έχουν περικυκλώσει την περιοχή. Οι τρεις αντιλαμβάνονται πως δεν θα γλιτώσουν. Ο Σμυρναίος κρύβεται κάτω από ένα όχημα όπου και συλλαμβάνεται μετά από λίγο. Οι Πρέκας και Μαρίνος μπαίνουν σε μια πολυκατοικία και προσπαθούν να βρουν καταφύγιο μέσα σε κάποιο διαμέρισμα.
Μπαίνουν μέσα στο σπίτι του Nίκου Kαρνή. Όχι σαν εισβολείς αλλά σαν άνθρωποι κυνηγημένοι που ζητούν βοήθεια. Ο πατέρας της οικογένειας προφασιζόμενος πως πάει να ετοιμάσει το αυτοκίνητο για την διαφυγή τους βγαίνει από το σπίτι και ειδοποιεί την αστυνομία! Λίγα λεπτά μετά ΕΚΑΜ και Αντιτρομοκρατική είναι κάτω από το σπίτι. Την ίδια στιγμή ο Μιχάλης Πρέκας, που πλέον έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει διέξοδος, ειδοποιεί τα κανάλια «για να δουν όλοι πως πεθαίνουν οι αναρχικοί», ξεκινάει την έφοδο για τον ουρανό. Βγαίνει στο μπροστινό μπαλκόνι κι εκεί οι αστυνομικοί τον εκτελούν (ενώ το επίσημο πόρισμα έλεγε ότι πυροβολήθηκε στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, η θανατηφόρα σφαίρα είχε πορεία προς τα κάτω, πράγμα που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς ότι πυροβολήθηκε στο περιπολικό που τον παρέλαβε).
Η 17Ν, μετά από λίγο σε προκήρυξή της θα γράψει για το συμβάν:
“Πέρα απ’ τη συνεχή παραπληροφόρηση μέσω των δημοσιογράφων, σημειώνουμε την όλη επιχείρηση που κατάληξε στη στυγνή φασιστική δολοφονία του Πρέκα. Εκατοντάδες μπάτσοι με πολιτικά να ζητούν σα δήθεν αγανακτισμένοι πολίτες το λυντσάρισμά του πασχίζοντας να δημιουργήσουν συναίνεση για τη φασιστική πρακτική τους. Οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων να ξυλοκοπούν το Μαρίνο και να το παρουσιάζουν μέσω των δημοσιογράφων ότι χτυπήθηκε από πολίτες. Τέλος η δολοφονία που είναι συνέπεια του συνδυασμού αλαλούμ της αμερικάνικης πολιτικής-διαταγής, που επιτάσσει να σκοτώνονται οι «τρομοκράτες» σε τέτοιες περιπτώσεις, και της ελληνικής ιδιαιτερότητας ο Πρέκας έκανε βόλτες στο μπαλκόνι κοροϊδεύοντας τους χωρίς να προφυλάσσεται που επέβαλλε να μη σκοτωθεί. Έτσι αυτή η δολοφονία διέλυσε το μύθο των ειδικών δυνάμεων, αποκάλυψε το πραγματικό τους ποιόν, τους ξεσκέπασε πανηγυρικά σαν μια συμμορία ανίκανων, θρασύδειλων χαραμοφάηδων. Έχοντας όλα τα πλεονεκτήματα με το μέρος τους, υπερσύγχρονο οπλισμό, αλεξίσφαιρα γιλέκα, έχοντας περικυκλώσει τον Πρέκα, όντας καμιά εκατοστή ακροβολισμένοι απέναντι σε έναν, δηλαδή παίζοντας εκ του ασφαλούς αφού δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να τον συλλάβουν, αλλά μόλις ο Πρέκας εμφανίστηκε στο μπαλκόνι κι έριξε έναν πυροβολισμό στον αέρα, τα ‘καναν στην κυριολεξία και απάντησαν με καταιγισμό σφαιρών. Μπορούμε να πούμε λογικά ότι ο Πρέκας πέφτοντας δολοφονημένος απ’ τις σφαίρες τους, τους εκδικήθηκε άσχημα. Τους ξεβράκωσε με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο.” (11/10/1987)
Μετά από λίγο ο Χριστόφορος παραδίνεται. Από εκεί και πέρα ξεκινάει ένα ανελέητο κυνήγι από το κράτος το οποίο τον βρίσκει επί της ουσίας να παλεύει μόνος του απέναντι σε όλους. Μετά από λίγα χρόνια αποφυλακίζεται και λίγο καιρό αργότερα διαφεύγει στην Ουγγαρία. Εκεί τον απαγάγουν Έλληνες αστυνομικοί και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ακολουθεί η δίκη του για δεκάδες κακουργήματα όπου αθωώνεται. Το κράτος όμως δεν έχει καμία διάθεση να τον αφήσει ήσυχο. Το 1992 σε μια προφανώς στημένη υπόθεση η αστυνομία συλλαμβάνει στα Εξάρχεια τον Μαρίνο και τον Ν. Σκυφτούλη για κλοπή αυτοκινήτου. Ένα μήνα μετά αθωώνονται. Το 1994 ξανασυλλαμβάνεται για να ξανααθωωθεί για μια κλοπή… μπουφάν από το «Μινιόν».
Το 1995 το κράτος αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί απέναντι στον κίνδυνο που λέγεται Χριστόφορος Μαρίνος. Συλλαμβάνεται για ακόμα μια φορά καθώς σύμφωνα με την αστυνομία είχε εμπλοκή στην ένοπλη ληστεία στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας και το φόνο του ταμία Δημήτρη Mαντούβαλου. Οι συγκατηγορούμενοι του λένε πως εκείνος φταίει για το φόνο ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του «χώρου» του αποδίδει σχέσεις με την Ασφάλεια. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Χριστόφορος αποφασίζει να ξαναβαδίσει ολομόναχος και πραγματοποιεί την σκληρότερη απεργία πείνας που έχει γίνει ποτέ στον ελλαδικό χώρο αφού τρεις φορές πέφτει σε κώμα και άλλες τόσες οι γιατροί τον επαναφέρουν την τελευταία στιγμή. Αποφυλακίζεται με περιοριστικούς.
Στις 23 Ιουλίου του 1996 σπάει του περιοριστικούς όρους και ο Μαρίνος βρίσκεται «αυκτονημένος» στην καμπίνα του, μετά από εισβολή των ΕΚΑΜ, με ένα όπλο διαφορετικού διαμετρήματος από τη σφαίρα που βρέθηκε μέσα του.
Ο Μαρίνος πέθανε ακριβώς όπως έζησε όλη του τη ζωή, αγωνιζόμενος. Αγωνιζόμενος για τα ιδανικά του, για τα πιστεύω του, για τους συντρόφους του. Δυστυχώς όμως για το κάθε καθεστώς αυτοί οι θάνατοι είναι που δίνουν σημαντικά μαθήματα στο χώρο του κινήματος και του μαθαίνουν να αγωνίζεται για ιδέες που κανένας αστός, πολιτικάντης, αφεντικό και μπάτσος δεν μπορούν να καταλάβουν. Ίσως από ένα παρόμοιο θάνατο θα εμπνεύστηκε και θα έγραψε και ο Τάσος Λειβαδίτης: «Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.»