H Εξέργεση των Ζηλωτών (1342-1349)

Μια σημαντική στιγμή των κοινωνικών αγώνων, είναι η εξέγερση των Ζηλωτών και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Οι φτωχοί της πόλης δημιούργησαν την κομμούνα της Θεσσαλονίκης κι απέδειξαν –και τότε– πως μπορούν. Οι δυνάμεις της κυριαρχίας έπεσαν επάνω στους εξεγερμένους προκειμένου να τους συντρίψουν. Η επτάχρονη διάρκειά της αντιμετώπισε μια διαρκή πολιορκία από τις δυνάμεις των ευγενών και των τούρκων συμμάχων του αυτοκράτορα. Σε κάθε πόλη, σε κάθε εποχή (Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Παρισινή Κομμούνα κ.α.) η ιερά συμμαχία των εξουσιαστών συσπειρώνεται αποδεικνύοντας την απόλυτη εχθρότητα της απέναντι στους ανθρώπους.

 

«Μόλις εκδηλώθηκε η ρήξη μεταξύ της χήρας Αυτοκράτειρας Άννας της Σαβοΐας και του Ιωάννη του Καντακουζηνού, ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δύο στρατόπεδα. Στο ένα ανήκαν οι ευγενείς, υποστηριχτές του αρχηγού τους –του Καντακουζηνού– και στο άλλο ο λαός, ο οποίος κρατούσε μια ολοφάνερα εχθρική στάση απέναντί τους.

Ο Καντακουζηνός, μόλις είχε αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας, υπό την πίεση των γεγονότων και του κόμματός του. Γνωστοποιώντας την άνοδό του στο θρόνο στους κατοίκους των πόλεων, τους προέτρεπε μέσω των επιστολών του να μην αναγνωρίσουν καμία άλλη εξουσία πλην της δικής του. Όμως οι προσταγές του δεν έτυχαν της ίδιας αντιμετώπισης σε όλη την επικράτεια. Αν και οι ευγενείς τις αποδέχθηκαν με επευφημίες, ο λαός αντιθέτως δεν ήθελε να τις αποδεχθεί. Η κατάσταση ήταν σε τέτοιο βαθμό τεταμένη, που το παραμικρό μπορούσε άμεσα να επισπεύσει σοβαρά γεγονότα. Πράγμα το οποίο και έγινε.

Στην Αδριανούπολη οι ευγενείς υποδεχόμενοι μ’ ενθουσιασμό τις επιστολές του Καντακουζηνού, συγκάλεσαν την εκκλησία του δήμου για να αναγνώσουν δημοσίως την επιστολή. Ο δήμος, όμως, κρατούσε μια εχθρική στάση. Ορισμένοι εκπρόσωποί του μάλιστα τόλμησαν να πάρουν το λόγο μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και να επιτεθούν στον Καντακουζηνό. Όμως οι ευγενείς, γελοιοποιώντας τους, έλαβαν πολύ αυστηρά μέτρα εναντίον τους. Διέταξαν να τιμωρηθούν με μαστίγωση όσοι απ’ το πλήθος είχαν καταφερθεί πιο έντονα κατά των συμφερόντων του Αυτοκράτορα που σφετερίστηκε το θρόνο.

Το γεγονός αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η άδικη και βάρβαρη αυτή τιμωρία εξόργισε στο μέγιστο βαθμό τον δήμο. Ξέσπασε εξέγερση· οι ευγενείς κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν. Έτσι οι φτωχοί, κατάφεραν να πάρουν στα χέρια τους την διοίκηση της πόλης.

Το παράδειγμα των κατοίκων της Αδριανούπολης βρήκε παντού μιμητές –διότι όπως είδαμε οι φτωχοί εχθρεύονταν τους ευγενείς και τους πλούσιους, τόσο στην επαρχία όσο και στην Κωνσταντινούπολη και παντού η απόπειρα του Καντακουζηνού ν’ αποκληρώσει τον Ιωάννη τον Ε΄ και να σφετεριστεί τον θρόνο κατακρίθηκε σε μεγάλο βαθμό.

Η εξέγερση, κατά συνέπεια, εξαπλώθηκε αστραπιαία. Παντού ανατρεπόταν η αριστοκρατική τάξη, οι ευγενείς συλλαμβάνονταν και στέλνονταν μαζικά στην Κωνσταντινούπολη. Όσοι δεν εκδιώχθηκαν, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους, καθώς αδυνατούσαν να εμπιστευθούν ακόμη και τους πιο οικείους τους, φοβούμενοι προδοσία. Όμως, πουθενά δεν έλαβε η εξέγερση τόσο σημαντικές διαστάσεις και δεν οργανώθηκε τόσο καλά όσο στην Θεσσαλονίκη. […] Ο λαός της πόλης, υπέφερε κάτω απ’ τον ζυγό των ευγενών, και δεν μπορούσε, φυσικά, να τους συνδράμει σε τούτη την κρίση, ούτε μπορούσε να βοηθήσει τον αρχηγό τους, τον Καντακουζηνό.

[…] Οι Ζηλωτές έλεγαν πως, καθώς ήταν αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα Ιωάννη, αδυνατούσαν ν’ αναγνωρίσουν την εξουσία του Καντακουζηνού, ο οποίος δεν μπορούσε να τους δίνει διαταγές για τίποτα. Ο τελευταίος δηλώνει πως αυτό δεν ήταν παρά μια πρόφαση· «στην πραγματικότητα είχαν εγκαθιδρύσει μια αυτόνομη εξουσία στην Θεσσαλονίκη». Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, το ανεξάρτητο πνεύμα της διακυβέρνησής τους.

[…] Έτσι ο Καντακουζηνός έπρεπε να βασιστεί μόνο στους ευγενείς της πόλης και, ως κάποιο βαθμό, στην φρουρά, η οποία βρίσκονταν επίσης υπό τις διαταγές των ευγενών. Και όσον αφορά τη μεσαία τάξη, μάλλον αντιμετώπιζε περισσότερο ευνοϊκά τους Ζηλωτές και κρατούσε μια συνετή στάση αναμονής.

[…] Οι Ζηλωτές στις αρχές του καλοκαιριού του 1342, βλέποντας ότι ο Συναδηνός έπαιζε το παιχνίδι του Καντακουζηνού, προκάλεσαν μια στάση η οποία κατέληξε στον διωγμό του διοικητή και των οπαδών του. […] Οι καταπιεσμένοι πένητες, οι οποίοι ζητούσαν μια αφορμή μονάχα για ν’ αποτινάξουν το ζυγό τους, τους καταδίωξαν παντού. […]

Ο Συναδηνός κι ένας μεγάλος αριθμός ευγενών διέφυγαν βιαστικά. Οι εξεγερμένοι έφτασαν στην οικία του, κακομεταχειρίστηκαν και τραυμάτισαν ορισμένους υπηρέτες οι οποίοι προέβαλαν κάποια αντίσταση και την λεηλάτησαν. Έπειτα έφυγαν αναζητώντας άλλους ευγενείς. Πράγματι, πολλοί απ’ αυτούς, μη έχοντας προλάβει να διαφύγουν εγκαίρως, είχαν βρει καταφύγιο στα ιερά των εκκλησιών ή κρύβονταν όπου μπορούσαν.

[…] Λίγο αργότερα ο Ουμούρ μπέης φθάνει με εξήντα πλοία μονάχα και αγκυροβολεί στο λιμάνι του Κλοπά, το οποίο βρισκόταν εξήντα στάδια μακριά απ’ τη Θεσσαλονίκη. Η απόβαση των Τούρκων, των συμμάχων του Καντακουζηνού, έφερε κι άλλες σκηνές λεηλασιών και φόνων. Τα περίχωρα της πόλης καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι κάτοικοι δολοφονήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ως σκλάβοι. Όμως, αυτό λίγο ενδιέφερε τον Καντακουζηνό και τους ευγενείς απ’ τη στιγμή που όλ’ αυτά χρησίμευαν στις φιλοδοξίες τους.

[…] Η πολιορκία της Βέροιας λύθηκε και ο Καντακουζηνός, αφού έλαβε ενισχύσεις απ’ τη Θεσσαλία και βοήθεια απ’ τον μουσουλμάνο σύμμαχό του, άρχισε την επίθεση. Έφθασε μπροστά στην Θεσσαλονίκη, την οποία πολιόρκησε για εφτά μέρες. Όμως οι Ζηλωτές είχαν λάβει όλα τ’ απαραίτητα μέτρα. Η πόλη φυλασσόταν καλά, γίνονταν τακτικές επιθεωρήσεις στα τείχη και παντού στους δρόμους, στις πλατείες και στα προπύργια δεν έβλεπες παρά στρατιώτες και ένοπλους πολίτες.

[…] Ο Ουμούρ μπέης για να διευκολύνει τη νικητήρια έκβαση έστειλε αντιπροσωπεία στους Ζηλωτές, καλώντας τους να παραδοθούν και υποσχόμενος ως αντάλλαγμα να ελευθερώσει τους χριστιανούς που είχε αιχμαλωτίσει ο στρατός του.

Ήταν μια έξυπνη κίνηση για να κερδίσει τους πολυάριθμους συγγενείς των αιχμαλώτων αυτών, που κατοικούσαν στην πόλη. Οι Ζηλωτές ένοιωσαν τον κίνδυνο. Δεν αποδέχθηκαν τους όρους αυτούς και αποφάσισαν να προβούν σε μια εντυπωσιακή κίνηση. Υποπτευόμενοι έναν ευγενή, συγγενή της οικογένειας των Παλαιολόγων ότι εξύφαινε συνωμοσία, τον έσυραν έξω απ’ την οικία του και τον εκτέλεσαν στην κεντρική πλατεία ως προδότη του έθνους.

[…]Το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης τοποθετούνταν εχθρικά προς τον Καντακουζηνό και τους ευγενείς οφειλόταν στο ότι τους θεωρούσαν υπεύθυνους για όλα τα δεινά που είχαν υποστεί. Ορισμένοι θρηνούσαν συγγενείς που είχαν σφαγιαστεί ή αιχμαλωτιστεί απ’ τους Τούρκους. άλλοι είχαν δει μέσα σε μια μέρα να καταστρέφονται, την εξοχική τους κατοικία να λεηλατείται, να καίγεται, να καταστρέφεται συθέμελα. Επίσης, υπήρχε μια ομάδα χωρικών οι οποίοι είχαν κλειστεί μέσα στη πόλη μαζί με τα κοπάδια τους. Η τροφή δεν επαρκούσε για τα ζώα και οι ιδιοκτήτες τους τα έβλεπαν να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες, ανήμποροι να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Τα πτώματα στοιβάζονταν μολύνοντας τον αέρα, γεγονός το οποίο επέφερε τρομερές ασθένειες. Και ποιούς θεωρούσαν υπεύθυνους για όλ’ αυτά τα δεινά; Τους ευγενείς και τον αρχηγό τους, τον Καντακουζηνό.

Ακριβώς αυτή τη στιγμή οι πλούσιοι και οι ευγενείς, οι οποίοι υπέφεραν λιγότερο απ’ τους υπόλοιπους, συνωμοτούσαν επιθυμώντας ν’ ανατρέψουν τους Ζηλωτές!

[…] ο Τούρκος εμίρης έφυγε και, διασχίζοντας τη Θράκη, επέστρεψε στα εδάφη του. Παρ’ όλ’ αυτά άφησε έξι χιλιάδες άνδρες στον Καντακουζηνό, τόσο για να τον βοηθήσουν στις εκστρατείες του, όσο και για να λεηλατήσουν την περιοχή. Τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα το φθινόπωρο του 1343.

[…] Ο Καντακουζηνός βλέποντας πως απείχε πολύ απ’ το να κατακτήσει την πόλη φεύγει κι αυτός για τη Θράκη, επιτρέποντας έτσι στους Θεσσαλονικείς να ζήσουν με περισσότερη ελευθερία.

Η Μακεδονία έπεσε τότε ολοκληρωτικά στα χέρια των Σέρβων, ενώ οι Βυζαντινοί συνέχιζαν να πολεμούν με την βοήθεια των Τούρκων και των Βούλγαρων και να μοιράζουν μεταξύ τους την υπόλοιπη αυτοκρατορία με άνισες προοπτικές. Η Θεσσαλονίκη μονάχα, απομονωμένη, παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη υπό την διακυβέρνηση των Ζηλωτών, οι οποίοι είχαν δηλώσει ότι δεν θα παραδίνονταν σε κανέναν (περί το 1344 με 1345).

[…] Γρήγορα τα πράγματα έγιναν και πάλι ταραχώδη στην Θεσσαλονίκη. Ενόσω ο Καντακουζηνός ανακηρυσσόταν Αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη και η κατάσταση του έμοιαζε να βελτιώνεται μετά την δολοφονία του Απόκαυκου, καθώς η Θράκη και η Μακεδονία βρίσκονταν υπό την διακυβέρνησή του, οι ευγενείς της Θεσσαλονίκης προσπάθησαν με τη σειρά τους, το 1345, ν’ ανατρέψουν το κοινοτικό καθεστώς των Ζηλωτών.

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΕΥΓΕΝΩΝ ΤΟ 1345

[…] Ο Απόκαυκος, αφού είχε δολοφονήσει τον συν-άρχοντα του, πήρε την εξουσία στα χέρια του και τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού. Αποκατέστησε τους ευγενείς και φυλάκισε τους Ζηλωτές, τους οποίους έστειλε στον Πλαταμώνα και σε άλλες πόλεις για να τους φυλακίσουν· εξόρισε κι άλλους πολίτες τους οποίους υποπτευόταν ότι ήταν συμπαθούντες των Ζηλωτών. Παρά ταύτα μόλις ικανοποιήθηκε η φιλοδοξία του να γίνει ο μοναδικός άρχοντας στην πόλη, άλλαξε ξαφνικά στάση απέναντι στο κόμμα του Καντακουζηνού. Όντας τόσο φιλάργυρος, ώστε να καταχραστεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρήμα, άρχισε να ζητά απ’ τους πλούσιους, τους οποίους κατηγορούσε ότι υποστήριζαν τα συμφέροντα του Καντακουζηνού. Οι πλούσιοι δεν μπορούσαν να υπερασπίσουν σε καμία περίπτωση τον εαυτό τους, διότι οι ίδιοι είχαν απερίσκεπτα εκδηλωθεί ήδη, στην συνομωσία κατά του Μιχαήλ Παλαιολόγου. Συνεπώς, πλήρωσαν τα ποσά που τους ζητήθηκαν χωρίς να διαμαρτυρηθούν. Έπειτα απ’ αυτό απαίτησε από ορισμένους απ’ αυτούς ν’ αλλάξουν στάση και να εγκαταλείψουν τον Καντακουζηνό. Όλες αυτές οι ενέργειες είχαν έναν και μόνο σκοπό: να δείξουν στον Αλέξιο τον Απόκαυκο, ο οποίος ζούσε ακόμη τότε, ότι δεν είχε εγκαταλείψει διόλου την πολιτική του.

Εκείνη τη στιγμή δολοφονούν τον Αλέξιο τον Απόκαυκο. Τότε ο Ιωάννης αλλάζει και πάλι στάση και δηλώνει οπαδός του Καντακουζηνού. Του προτείνει μάλιστα να του παραδώσει την Θεσσαλονίκη.

[…]Συγκάλεσε επί του προκειμένου μια συνέλευση, στην οποία προσκάλεσε τους πιο επιφανείς πολίτες καθώς και τους αρχηγούς της φρουράς, ώστε να πάρει μιαν απόφαση. Όλοι συμμερίζονταν τη άποψή του. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και κάποιος Γεώργιος Κοκαλάς ο οποίος, κατά τον Καντακουζηνό, είχε αλλάξει πολλές φορές γνώμη ανάλογα με τις εκβάσεις του εμφυλίου, ο οποίος όμως ήταν περισσότερο υποστηριχτής του και ο Ανδρέας Παλαιολόγος, ένας Ζηλωτής τον οποίον δεν είχαν ενοχλήσει, λόγω της μετριοπάθειάς του. Και αυτοί ενέκριναν τις αποφάσεις του κυβερνήτη έστω και με βαριά καρδιά.

Ο τελευταίος έθεσε σ’ εφαρμογή τις αποφάσεις αυτής της συνέλευσης, η οποία επιπλέον ήταν παράνομη, καθώς ο λαός είχε αποκλειστεί απ’ αυτήν. Ταυτόχρονα έστειλε τον Νικόλαο Καβάσιλα και τον Φαρμάκη στον Μανουήλ, γιο του Καντακουζηνού ο οποίος τότε κατείχε την Βέροια για να του ζητήσει στρατό. Ο Καντακουζηνός είχε προβλέψει τα γεγονότα αυτά και είχε εξουσιοδοτήσει τον γιο του να εκχωρήσει όλα τα προνόμια που θα ζητούσε η Θεσσαλονίκη με μόνο όρο να του παραδοθεί.

Οι Θεσσαλονικείς απεσταλμένοι ζήτησαν δύο πράγματα:
1ον ασυλία για την κοινότητα και
2ον να συνεχίσει να βρίσκεται στην εξουσία ο Ιωάννης ο Απόκαυκος, οι υπόλοιποι ευγενείς και οι αρχηγοί της φρουράς με ικανοποιητικές αποδοχές.

[…] Ο Ανδρέας Παλαιολόγος ήταν δυσαρεστημένος για διάφορους λόγους. Σε μια συνέλευση που έλαβε χώρα στην οικία του Απόκαυκου, πήρε το λόγο και με ζήλο πολέμησε τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στην προηγούμενη συνέλευση. Κατάφερε μάλιστα να προκαλέσει σχίσμα μεταξύ των παρευρισκομένων και εκμεταλλευόμενος την γενική αναστάτωση, ξεγλίστρησε μ’ επιδεξιότητα. Οι αντίπαλοί του θορυβήθηκαν πολύ, αλλά δεν κατάφεραν να λάβουν μια οριστική απόφαση. Ο Παλαιολόγος, εκτιμώντας ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο αποφάσισε να προλάβει τα γεγονότα. Κατευθύνθηκε προς την μεριά της ναυτικής πύλης όπου κατοικούσαν οι ναυτικοί –το κομμάτι του πληθυσμού που φοβόντουσαν περισσότερο οι ευγενείς– οι οποίοι αντιστέκονταν πάντα κατά τη διάρκεια των στάσεων και απευθύνθηκε σ’ αυτούς. Ο Κοκάλας, απ’ τη μεριά του, δεν μπορούσε ούτε κι εκείνος ν’ αντέξει τη θέα του Ιωάννη του Απόκαυκου στη θέση του αρχηγού των πολιτικών υποθέσεων, εναντίον του οποίου έτρεφε πικρία για προσωπικούς λόγους και προέτρεπε τους διστακτικούς πολίτες να εξεγερθούν. Ο Ανδρέας Παλαιολόγος, απευθύνθηκε και στους Ζηλωτές, οι οποίοι κυκλοφορούσαν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, καθώς και σε όσους ήταν κρυμμένοι μέσα στην ίδια την πόλη. Εμφανίστηκαν όλοι εν ριπή οφθαλμού. Αμέσως σύσσωμος ο δήμος, ο οποίος έμοιαζε να κρατά εχθρική στάση απέναντι στους Ζηλωτές, όπως περιγράφει ο Καντακουζηνός, όταν κλήθηκε να τους υποστηρίξει έτρεξε, έτοιμος να κινηθεί κατά των ευγενών.

Παρ’ όλ’ αυτά τίποτα δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένο, ώστε να θριαμβεύσουν οι Ζηλωτές^ και εάν ο Ιωάννης ο Απόκαυκος είχε κινηθεί με τους υποστηριχτές του και την φρουρά που είχε στην διάθεσή του –γύρω στα οχτακόσια άτομα– κατά των αντιπάλων του εκείνη τη στιγμή, θα τους είχε διαλύσει μ’ ευκολία. Όμως έχασε το χρόνο του σε διαπραγματεύσεις. Έστειλε τον Παλαιολόγο τον Κοτεανίτση, αρχηγό της φρουράς για να προτείνει συμβιβασμό. Ο τελευταίος πήγε στον χώρο όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι οπαδοί του Παλαιολόγου, αλλά δίχως να προλάβει να πει ούτε μια λέξη, οι Ζηλωτές οι οποίοι δεν ήθελαν ν’ ακούσουν τίποτα για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, τον χτύπησαν. Χάρη στον δερμάτινο θώρακα που φορούσε κατάφερε να γλυτώσει χωρίς τραυματισμούς και διέφυγε προς το μέρος που βρισκόταν ο Απόκαυκος. Ο τελευταίος, μαθαίνοντας τι είχε συμβεί οργίστηκε και θέλησε να κινηθεί αμέσως κατά του Παλαιολόγου και των Ζηλωτών.

Εκείνη τη στιγμή μπορούσε ακόμη να το πετύχει, διότι ο πληθυσμός ήταν αναποφάσιστος. Όμως, ο Κοκάλας τον απέτρεψε συμβουλεύοντάς τον να περιμένει λίγο, καθώς, όπως έλεγε, η κοινή λογική θα θριάμβευε στις πράξεις του Παλαιολόγου.

Νύχτωσε. Ο Απόκαυκος, με το στρατό και τους υποστηριχτές του οπλισμένους είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά στην Ακρόπολη, μέσα στην πόλη. Όλος ο πληθυσμός βρισκόταν σε τρομερή αναστάτωση.

Άκουγε κανείς τη κλαγγή των όπλων, τις κραυγές και έναν συνεχή συγκεχυμένο θόρυβο που μπερδευόταν με τα σαλπίσματα των τρομπετών, που δεν σταμάτησαν να ηχούν όλη τη νύχτα απ’ τη μεριά της θάλασσας. Οι ναύτες και οι Ζηλωτές καλούσαν έτσι τον λαό να πάρει τα όπλα και να στραφεί κατά των ισχυρών. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν δίχως ν’ αγνοούν ούτε στο ελάχιστο τις διαθέσεις του πλήθους. Παρ’ όλ’ αυτά περίμεναν ότι κάποιο κομμάτι τουλάχιστον του λαού θα τασσόταν με το μέρος τους.

Την επομένη το πρωί, ο Ιωάννης ο Απόκαυκος και οι δικοί του, έχοντας πάρει κουράγιο, άρχισαν να κινούνται για να επιτεθούν στους αντιπάλους τους. Όμως ο Κοκάλας πρότεινε για μια ακόμη φορά συμβιβασμό. Μάλιστα ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. Ήταν μια καλή ευκαιρία γι’ αυτόν να προδώσει τον αφέντη του. Όταν πηγαινοερχόταν στο στρατόπεδο των Ζηλωτών τους ενημέρωνε για τα γεγονότα στο στρατόπεδο των ευγενών, τους εμψύχωνε και τους προέτρεπε να εξεγερθούν. Κατάφερε μάλιστα να διαφθείρει και τους στρατιώτες του Απόκαυκου τους οποίους δέσμευσε να μην πολεμήσουν.

Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός παίρνοντας επιτέλους μιαν απόφαση, τάχθηκε υπέρ των Ζηλωτών. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων μερών ήταν τότε αναπόφευκτη.

[…] το πλήθος έβαζε φωτιά στις πύλες της Ακρόπολης απ’ την εσωτερική πλευρά, την οποία δεν υπερασπιζόταν κανείς… Το πλήθος ξεχύθηκε στο εσωτερικό. Σκότωσε επί τόπου δύο ευγενείς οι οποίοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μπροστά στις πύλες. Έπειτα, αιχμαλωτίζοντας τους υπόλοιπους άρχισε να τους ληστεύει. Ούτε και οι στρατιώτες, χάρη στους οποίους είχε αποφευχθεί μια σίγουρη αιματοχυσία, γλίτωσαν στην αρχή. Με την πρώτη ευκαιρία τους πήραν τ’ άρματα, τ’ άλογα, τα ενδύματα. Όμως ο Κοκάλας και ο Παλαιολόγος παρενέβησαν κι ό,τι ανήκε στους στρατιώτες τους επεστράφη αμέσως. Ο Ιωάννης ο Απόκαυκος και εκατό περίπου ευγενείς συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μέσα στο ίδιο το κάστρο.

[…] Γύρω στο μεσημέρι της ίδιας μέρας, μαθεύτηκε στην πόλη το νέο –αληθές ή μη–, ότι οι φυλακισμένοι το ’χαν σκάσει, είχαν καταλάβει το κάστρο και ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν τα συμμαχικά στρατεύματα απ’ τη Βέροια. Ο λαός είχε πάρει και πάλι τα όπλα και είχε καταφθάσει οργισμένος μπροστά στην Ακρόπολη. Όμως όσοι κατοικούσαν εκεί, οι οποίοι το πρωί, την ώρα της πρώτης εισβολής, είχαν κακοπάθει αρκετά, φοβούμενοι μια νέα καταστροφή, κυρίως, λόγω του ότι, κατά τον Καντακουζηνό, μεταξύ των εισβολέων ήταν και κάποιοι μεθυσμένοι, έκλεισαν τις πύλες. Την ίδια ώρα ανέβηκαν στα τείχη και ικέτευσαν τους επιτιθέμενους να δείξουν έλεος. Οι τελευταίοι συμφώνησαν μ’ έναν μόνο όρο: να τους παρέδιδαν τους αιχμάλωτους, ρίχνοντάς τους απ’ τα τείχη, τα οποία είχαν πάνω από εφτά μέτρα ύψος.

Πρώτα έριξαν τον Απόκαυκο. Έπεσε στο έδαφος, χωρίς να χτυπήσει πολύ άσχημα. Το πλήθος δίστασε για μια στιγμή. ένας Ζηλωτής όμως προχώρησε μπροστά και, κατακρίνοντας τους υπόλοιπους για την αδυναμία που επεδείκνυαν, έκοψε μ’ ένα σπαθί το κεφάλι του διοικητή. Τα σπαθιά του πλήθους διαπέρασαν τότε το κορμί του ξανά και ξανά. Έπειτα έριξαν και τους υπόλοιπους ευγενείς, αυτούς που οι Ζηλωτές καλούσαν ονομαστικά.

[…] «Κάπου ο υπηρέτης έσπρωχνε τον κύριο, κάπου αλλού ο σκλάβος αυτόν που τον είχε αγοράσει. Ο χωρικός έσερνε τον στρατηγό και ο αγρότης τον στρατιώτη».

[…]Ο Καντακουζηνός υπονοεί ότι η παρέμβαση των αρχηγών των Ζηλωτών δεν ήταν ειλικρινής. Όμως αυτή η άποψη δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Οι αρχηγοί των Ζηλωτών ήταν παντελώς ανίσχυροι να εμποδίσουν την σφαγή. Απόδειξη για το παραπάνω είναι το γεγονός ότι η οργή του πλήθους ξέσπασε και σ’ αυτούς.

[…] Μονάχα ένας μικρός αριθμός ευγενών κατάφερε να σωθεί κρυμμένος σε γείτονες, σε ιερά εκκλησιών ή σε πάτους πηγαδιών. Με αυτά τα αιματηρά γεγονότα κατάφεραν οι Ζηλωτές να πάρουν και πάλι την πόλη στα χέρια τους.

Συνέχισαν δε να κρατούν την ίδια στάση απέναντι στον Καντακουζηνό, ακόμη και μετά την συμφιλίωσή του με την Άννα της Σαβοΐας και τον Ιωάννη τον Ε` Παλαιολόγο.

Οι Ζηλωτές, πράγματι, δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να υπακούσουν τις διαταγές της Κωνσταντινούπολης. Στην διάρκεια των δύο ετών που ακολούθησαν την συμφιλίωση μεταξύ του Καντακουζηνού και της αυτοκρατορικής αυλής, δηλαδή μεταξύ του 1347 και του 1349, οι Ζηλωτές κυβερνούσαν την Θεσσαλονίκη σαν ανεξάρτητη κοινότητα.

[…] Ο Καντακουζηνός δεν μπορούσε αυτή τη φορά ν’ αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Για καλή του τύχη έμαθε πως εικοσιδύο τουρκικά πλοία λεηλατούσαν την περιοχή κοντά στον Στρυμόνα. Τους ζήτησε ενισχύσεις. Ταυτόχρονα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου με την βοήθεια του αυτοκράτορα Ιωάννη μπόρεσε να καταπνίξει την εξέγερση. Λίγο αργότερα, βλέποντας ότι οι Θεσσαλονικείς τον υποδέχονταν θερμά και ότι τον επευφημούσαν στο πλάϊ του νόμιμου αυτοκράτορα, ο Καντακουζηνός κάλεσε μια γενική συνέλευση, όπου διηγήθηκε τα γεγονότα του εμφύλιου και υπερασπίστηκε τον εαυτό του για όλα όσα του είχαν προσάψει οι Ζηλωτές. Παρουσίασε δε την Κίνησή τους κάθε άλλο παρά αφοσιωμένη στον αυτοκράτορα Ιωάννη, όπως διατείνονταν, αλλά σαν μια συνωμοσία θεόφτωχων οι οποίοι συνεργάζονταν με μόνο στόχο να λεηλατήσουν τους πλούσιους. Κυρίως τους κατηγόρησε πως ήταν σύμμαχοι και όργανα των Σέρβων. Έτσι κατάφερε να στρέψει την κοινή γνώμη με το μέρος του. Οι αρχηγοί των Ζηλωτών συνελήφθησαν και τους έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη^ κάποιοι άλλοι, απλώς, εκδιώχθηκαν ως ταραχοποιά στοιχεία. Ο Γρηγόρης Παλαμάς κατάφερε επιτέλους να καταλάβει το αξίωμά του και επευφημήθηκε απ’ το ίδιο πλήθος, το οποίο λίγο καιρό πριν δεν τον ήθελε. Σ’ ένα κήρυγμα προς το λαό, ο Παλαμάς επικαλέστηκε την ενότητα και την ειρήνη. Αυτά τα καθησυχαστικά λόγια ήταν τότε πολύ απαραίτητα, καθώς θα μπορούσε κανείς να αναμείνει αντίποινα απ’ τη μεριά των ευγενών.

Έτσι έληξε τελικά η κοινοτική διακυβέρνηση των Ζηλωτών, για την οποία μίλησαν με πολύ άσχημα λόγια οι σύγχρονοι συγγραφείς, μην έχοντας εννοήσει ούτε στο ελάχιστο τις ανώτερες αρχές της πολιτικής των Ζηλωτών.

 

Τα αίτια της εξέγερσης

Το κύριο αίτιο της επανάστασης κατά των ευγενών ήταν η φριχτή οικονομική κατάσταση του πληθυσμού. Οι ασταμάτητες εισβολές, οι εμφύλιες διαμάχες, η κατάχρηση των φόρων απ’ τους δημόσιους υπάλληλους και κυρίως η εκμετάλλευση των φτωχών απ’ τους πλούσιους προκάλεσαν την μεγάλη φτώχεια, την γενική δυσαρέσκεια.[…] Μια δεδομένη στιγμή, οι πολιτικές έριδες μετατράπηκαν σ’ έναν ανελέητο πόλεμο μεταξύ των δύο τάξεων. Ο λαός ο οποίος μισούσε τους πλούσιους, σήκωσε το κεφάλι: στην Αδριανούπολη, στην Ηράκλεια, στην Θεσσαλονίκη καθώς και στην άλλη πλευρά της ηπείρου, με λίγα λόγια παντού.

Επιθυμούσαν να ξεφορτωθούν τους τυράννους, δηλαδή τους πλούσιους και ταυτόχρονα ήλπιζαν να σφετεριστούν τις περιουσίες τους. Εδώ, ο Καντακουζηνός υπονοεί ότι κυρίως αυτό ωθούσε τις μάζες κατά των ευγενών παρά η αφοσίωσή τους στον νόμιμο αυτοκράτορα, τον Ιωάννη τον Ε`.

Σημειωτέον ότι στη Γένοβα, το 1339, ο λαός έζησε τις μέρες θριάμβου του κατά της αριστοκρατίας[…]. Η επανάσταση της Γένοβα έγινε, φυσικά, γνωστή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Είδαμε πως κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, οι Βυζαντινοί και κυρίως οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους κατοίκους της Γένοβα. Οι Θεσσαλονικείς είχαν, συχνά, την ευκαιρία να συναντήσουν ιταλούς δημοκράτες και κυρίως κατοίκους της Γένοβα, καθώς αρκετοί κατέφθαναν στην πόλη. Οι Θεσσαλονικείς γνώριζαν εις βάθος τον τρόπο σκέψης αυτών των ξένων, για τους οποίους «η καταπίεση ενός μόνο συμπολίτη τους ήταν καταπάτηση των δικαιωμάτων του συνόλου».

Γνώριζαν επίσης ότι στις ιταλικές δημοκρατίες είχαν αφαιρέσει κάθε κοσμική εξουσία απ’ τους επισκόπους και είχαν αναγκάσει τους πατρικίους «να υποταχθούν και να επιζητούν το κοινό δίκαιο». Ταυτόχρονα, διαπίστωναν πως «η δημοκρατία, αφού εξομοίωσε όλες τις τάξεις του έθνους με τους πρίγκηπες, αφαίρεσε όλα τα προνόμια απ’ τα τάγματα»[…]

[…] Εξ άλλου, υπήρχε και μεγάλη δυσαρέσκεια κατά των ευγενών, η οποία προερχόταν απ’ την Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αλέξιος ο Απόκαυκος, αρχηγός του λαϊκού κόμματος, είχε την εξουσία στα χέρια του. Ο φτωχός πληθυσμός είχε βρει την καλύτερη αφορμή για να εξεγερθεί, ο πληθυσμός αυτός που μισούσε τόσο πολύ τους δυνάστες του.

Όλες αυτές οι αιτίες ευνόησαν την δημιουργία της Κίνησης των Ζηλωτών.

Το αποτελούσαν, κυρίως, άνθρωποι του λαού, και, κατά τα λεγόμενα του Φιλόθεου, δεν ήταν όλοι τους Θεσσαλονικείς. Είχαν εντάξει ως μέλη ακόμη και μετανάστες από τα νησιά και «βάρβαρους γείτονες».

Ο Γρηγοράς, ο οποίος ούτε κι αυτός έβλεπε με συμπάθεια τους Ζηλωτές, αποκαλεί υποτιμητικά την Κίνησή τους «άθροισμα».

«Το καθεστώς τους, γράφει, δεν θυμίζει καμία μορφή πολιτείας. Δεν ήταν ούτε αριστοκρατικό, όπως το πολίτευμα που παρέδωσε στους Λακεδαιμονίους ο Λυκούργος ώστε να ανέβει στην εκτίμησή τους, ούτε δημοκρατικό όπως η πρώτη πολιτεία των Αθηναίων του Κλεισθένη, ο οποίος αύξησε τον αριθμό των φυλών από τέσσερις σε δέκα: ούτε ένα καθεστώς σαν αυτό που παρέδωσε ο Ζάλευκος στους Λοκριείς Επιζεφυρίους· ούτε ένα καθεστώς σαν αυτό που παρέδωσε ο Χάροντας απ’ την Κατάνη στην Σικελία· ούτε μια πολιτεία η οποία είχε σχηματιστεί απ’ το συνδυασμό δύο ή τριών άλλων, ώστε να δημιουργηθεί μια καινούργια όπως στην Κύπρο ή στην αρχαία Ρώμη τις οποίες είχε εγκαθιδρύσει όπως λέγεται ο δήμος που είχε εξεγερθεί κατά των ύπατων· ήταν ένα περίεργο είδος οχλοκρατίας που το τυχαίο μονάχα μπορούσε να καθοδηγήσει.

Ορισμένοι θρασείς άνδρες, αφού συνενώθηκαν σε μια δικιά τους ομάδα και αφού αναγόρευσαν εαυτούς ως εξουσία, κατεδίωκαν εκεί όλο τον κόσμο, συνάρπαζαν με δημαγωγικές κινήσεις τον πληθυσμό της πόλης, στα πλαίσια του σκοπού που επεδίωκαν, λεηλατώντας τις περιουσίες των πλουσίων, ενώ οι ίδιοι ζούσαν μέσα στην αφθονία, διατάζοντας τους άλλους να μην υποταχθούν σε κανέναν άλλο εξωτερικό αρχηγό και να θεωρούν ως κανόνα και νόμο ότι τους έμοιαζε σωστό».

[…] Αυτό το πνεύμα ανεξαρτησίας, αυτή η αγάπη για την ελευθερία, που οι υπόλοιποι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να κατανοήσουν, εξέπληξε ιδιαίτερα τους σύγχρονους συγγραφείς.

Ο Καντακουζηνός, οι φίλοι του Νικόλαος Καβάσιλας, Δημήτριος Κυδώνης, Νείλος και Φιλόθεος συμμετείχαν στα γεγονότα στο πλευρό των ευγενών. Μονάχα ο Γρηγοράς ενδιαφέρθηκε λιγότερο και εν τούτοις, όπως είδαμε, το κείμενό του δεν βλέπει ούτε κι αυτό τους Ζηλωτές με συμπάθεια. Ο Γρηγοράς, όμως, τους είχε γνωρίσει μονάχα έμμεσα. Οι πληροφορίες που κατάφερε να συλλέξει για τους Ζηλωτές προέρχονταν κατά τα φαινόμενα από μια συμφεροντολογική και μονομερή πηγή. Κάποιος ευγενής ή κάποιος φίλος ο οποίος κινούνταν στους πολιτικούς κόλπους των ευγενών του είχε δώσει ανακριβείς πληροφορίες για την κομμούνα της Θεσσαλονίκης. Εξ άλλου ο Γρηγοράς, στα πρώτα του βιβλία είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκός προς τον Καντακουζηνό. Και μόνο αυτό το γεγονός πρέπει να μας επιστήσει την προσοχή.

[…] Θα ήταν, λοιπόν, εξαιρετικά ανακριβές να δηλώσουμε ότι οι Ζηλωτές δεν έκαναν μεταρρυθμίσεις στην Θεσσαλονίκη. Έκαναν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ήταν χρήσιμες και πολύ σημαντικές. Σε ό,τι αφορούσε την πολιτική, δεν έλαβαν υπ’ όψη τους ούτε και τον νόμο τον σχετικό με την επιλογή των αρχόντων.

Πριν την άνοδό τους στην εξουσία, για να επιλεγεί κάποιος ως διοικητής έπρεπε να έχει κάποια ηλικία, να είναι κατά προτίμηση ηλικιωμένος παρά νέος. Όμως η Κίνηση των Ζηλωτών, η οποία είχε στις τάξεις της εξαιρετικά ικανά νεαρά στελέχη, κατήργησε αυτόν τον κανόνα. Επέλεγαν τους άρχοντες, χωρίς διάκριση ηλικίας, ακόμη και νέους ανθρώπους^ γεγονός που σόκαρε κάπως όσους ήταν προσκολλημένοι στις παραδόσεις.

Δυστυχώς, οι ιδέες και οι αρχές των Ζηλωτών μας είναι μόνο εν μέρει γνωστές και τούτο χάρη στον προαναφερθέντα λόγο του Νικόλαου Καβάσιλα στο δικαστήριο.

Ο Καβάσιλας επιτέθηκε άγρια στους Ζηλωτές, αντιμετωπίζοντάς τους σα να ’ταν τύραννοι και πονηροί. Τα ίδια τα λόγια, όμως, ενός αντιπάλου ο οποίος μπόρεσε να μιλήσει μπροστά στους δικαστές τόσο ελεύθερα, δεν αποδεικνύουν ότι αυτά τα επίθετα δεν είναι δίκαια;

Πράγματι οι Ζηλωτές ήταν, αντιθέτως, ιδιαίτερα ελεύθερα πνεύματα […]. Εκτιμώντας ότι η καλύτερη πολιτική ήταν να επιτρέπουν στον κάθε πολίτη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, ήταν ιδιαίτερα ανεκτικοί σ’ αυτό το ζήτημα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται πρώτ’ απ’ όλα στον πολεμοχαρή τόνο του σκληρού λόγου του Καβάσιλα και κατά δεύτερο λόγο σ’ αυτά που μας πληροφορεί ο Φιλόθεος. Ο τελευταίος αναφέρεται σε κάποιον απ’ την Αδριανούπολη που κατοικούσε στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος κατηγόρησε δημοσίως και επανειλημμένα τους Ζηλωτές, που είχαν τότε την εξουσία στην Θεσσαλονίκη σε σχέση με την εχθρότητά τους προς τον Γρηγόρη Παλαμά, χωρίς να τον ενοχλήσουν καθόλου.

Το γεγονός, όμως, το οποίο προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις, δεν ήταν τόσο οι σφαγές των ευγενών –ο κόσμος ήταν ήδη συνηθισμένος σε τέτοιου είδους πολιτικές– όσο οι πράξεις των Ζηλωτών με άλλη βαρύτητα, σχετικά με κοινωνικής τάξεως μεταρρυθμίσεις. Απ’ τον λόγο του Καβάσιλα, διαφαίνονταν ποια υψηλά ιδανικά ενέπνεαν τους Ζηλωτές.

Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις τους ήταν οι παρακάτω:
1ον Δήμευση των περιουσιών των ευγενών και των εισοδημάτων των εκκλησιών,
2ον Άμεσες συνεισφορές,
3ον Κανονισμοί για τους μοναχούς

Ο Καβάσιλας καταφέρεται κυρίως κατά των δύο πρώτων.

[…] Υπήρχε έλλειψη χρημάτων. Οι Ζηλωτές κατάφεραν να τα βρουν: δεν δήμευσαν μονάχα τις περιουσίες των ευγενών, αλλά και τα εισοδήματα των μοναχών. Χρησιμοποίησαν αυτά τα εισοδήματα για το κοινό καλό. Και είναι ενάντια σ’ αυτό που ο Καβάσιλας και ο Καντακουζηνός ορθώνουν τη φωνή τους για να διαμαρτυρηθούν! Είναι αλήθεια πως ήθελαν να υπονοήσουν ότι αυτή η δήμευση δεν ήταν παρά μια απλή πρόφαση των Ζηλωτών για να πλουτίσουν οι ίδιοι και να εξασφαλίσουν το ευ ζην στους φίλους τους.

[…] Ο Καβάσιλας, σαν μοναχός δεν μπορούσε ούτε κι αυτός ν’ ανεχθεί το γεγονός ότι είχαν σχεδόν απογυμνώσει τους αδερφούς του από τις περιουσίες τους.

Διαμαρτυρήθηκε, επίσης, για την συνήθεια των Ζηλωτών να ζητούν απ’ τους άρχοντες και τους υπαλλήλους της διοίκησης ένα οποιοδήποτε ποσό επ’ ευκαιρία του διορισμού τους. Όμως αυτό το μέτρο ήταν πιθανώς αναγκαίο λόγω των περιστάσεων, καθώς έπρεπε ν’ αυξηθεί το εισόδημα της κοινότητας σε μια περίοδο γεμάτη δυσχέρειες.

[…] Οι Ζηλωτές υπεράσπιζαν τους εαυτούς τους απ’ όλες αυτές τις κατηγορίες αντιτάσσοντας τις αρχές τους των οποίων η ανωτερότητα διέφευγε εντελώς απ’ τους κατήγορούς τους.

[…] Για ν’ αντικρούσουν τις κατηγορίες των αντιπάλων τους οι Ζηλωτές είχαν επίσης σημαντικά επιχειρήματα. Στους υφιστάμενους νόμους, όπου δεν ήταν δυνατόν πλέον να εφαρμόζονται, εξ αιτίας της τόσο αβέβαιης κατάστασης της πατρίδας, αντέταξαν τη γνωστή ρήση: salus populi suprema lex esto.

Είναι επιτρεπτό, έλεγαν, σε όσους έχουν την φροντίδα των κοινών, να κάνουν τα πάντα, όταν στοχεύουν μονάχα στο γενικό καλό.

[…] Οι Ζηλωτές είχαν, κατά συνέπεια, δημεύσει όλα τα εισοδήματα των μοναστικών ιδρυμάτων, στα οποία χορηγούσαν, όμως, τα απαραίτητα ποσά για τις ανάγκες τους.

Ένα μεγάλο μέρος αυτών των εισοδημάτων προορίστηκε για την οργάνωση της άμυνας της πόλης.

«Εξ άλλου», προσέθεταν, «η άμυνα των τειχών μας και των νόμων μας πρέπει να μπαίνει πάνω απ’ όλα».

Όμως, η δράση των Ζηλωτών δεν σταματούσε εκεί, χρησιμοποιούσαν επίσης τα χρήματα της κοινότητας για να βελτιώσουν την κατάσταση των φτωχών καλλιεργητών προμηθεύοντάς τους με ό,τι είχαν ανάγκη για να ζήσουν, ασχολούμενοι με την καλλιέργεια των χωραφιών τους και των κατεστραμμένων χωριών, επιδιορθώνοντας τα κατεστραμμένα σπίτια τους, ενδιαφερόμενοι με μια λέξη, τόσο για το ευ ζην των ανθρώπων αυτών όσο και για την ελευθερία τους.

[…] Όλη αυτή η συμπεριφορά απέχει πολύ απ’ το ν’ αντιστοιχεί σε αυτά που τους προσάπτουν οι Καντακουζηνός, Γρηγοράς και Καβάσιλας: δηλαδή στο ότι δήμευσαν τις περιουσίες των άλλων για να πλουτίσουν οι ίδιοι. Οι Ζηλωτές δίκαια υπογράμμιζαν επίσης τα εξής:

«Εάν συμπεριφερόμαστε έτσι ως προς όλους», έλεγαν, «και εάν δεν βάζουμε τίποτε στην άκρη για δική μας χρήση, αν δεν αυξάνουμε την προσωπική μας περιουσία, εάν δεν κοσμούμε την οικία μας, αλλά αν αναζητούμε συνέχεια να κάνουμε με τις δαπάνες ό,τι είναι χρήσιμο για τους αρχούμενους, πως είναι δίκαιο να μας κατηγορούν γι’ αυτό;»

[…] «Σε τι διαφέρεις εσύ από έναν ληστή, ωρύεται ο Καβάσιλας, όταν αφαιρείς τη περιουσία του άλλου χωρίς να μπορείς να τον κατηγορήσεις για κάτι;»

Στα μάτια του, οι Ζηλωτές δεν ήταν παρά ληστές απ’ τη στιγμή που απογύμνωσαν τα μοναστήρια απ’ τις περιουσίες τους. ήταν ακόμη «τυμβωρύχοι», διότι δεν σέβονταν καθόλου την επιθυμία των αποθανόντων οι οποίοι είχαν αφήσει τις περιουσίες τους στους μοναχούς.

[…] Οι Ζηλωτές υπέκυψαν τελικά στα χτυπήματα του μοναχισμού και των ευγενών. Μαζί τους έσβησε και η τελευταία σπίθα, η τελευταία προσπάθεια για αναγέννηση της Βυζαντινής κοινωνίας, η οποία αργοπέθαινε εμφανώς».

[Το κείμενο μεταφράστηκε από τη συντρόφισσα Κ., η επεξεργασία του έγινε από τη Συσπείρωση Αναρχικών, ενώ αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου υπό έκδοση ερευνητικού υλικού, που συλλέχθηκε από συντρόφους στη Θεσσαλονίκη.]

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.16, Ιούλιος-Αύγουστος 2003

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *